Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

Ένα άσχημο πρωινό και εκείνη




Πρωί χειμώνα. Από εκείνα τα πρωινά, όπου η αίσθηση του χωροχρόνου χάνεται κι εσύ αναζητάς τριγύρω να εντοπίσεις κάτι οικείο, για να μη χαθείς στη δίνη του αγνώστου. Ήταν ένα άσχημο πρωινό. Ή μάλλον, άλλο ένα άσχημο πρωινό. Ένιωθα ένα κενό μέσα μου. Το νιώθω συχνά. Είναι οικεία η αίσθηση αυτής της εσωτερικής απουσίας. Θα μπορούσα να πω ότι κάτι πεθαίνει μέσα μου σε τέτοιες στιγμές. Αλλά για να πεθάνει κάτι πρέπει να ζήσει πρώτα. Μα δε γαμιέται, πότε έζησα για να ζήσω τώρα; Πολλές φορές βλέπω το τρένο της ζωής μου να φεύγει σαν σφαίρα μπροστά απ’ τα μάτια μου κι εγώ να δειλιάζω να πηδήξω, επειδή φοβάμαι μην με πετύχει ελεγκτής. Αστείο δεν είναι; Άργησα. Σέρνομαι υποτονικά προς την ντουλάπα και φοράω ό,τι βρω μπροστά μου. Επόμενο βήμα να πάρω τσάντα, κλειδιά και να βγω από το σπίτι. 

Βγαίνοντας από την εξώπορτα, αντικρίζω αυτό το μονότονο και απεχθές γκρίζο που ξεπροβάλλει από τις συνοικίες του κέντρου και με καταθλίβει κάθε φορά που τίθεμαι αντίκρυ του. Δεν ήταν πάντα έτσι ή μπορεί να μην το έβλεπα εγώ με αυτό τον τρόπο. Το πλήρωμα του χρόνου μπορεί να οδηγήσει σε ριζοσπαστικές αλλαγές. Φέρνω στο μυαλό μου αναμνήσεις, αλλά παρόλα αυτά το τωρινό τοπίο δεν φαίνεται να παρουσιάζει δραματικές διαφοροποιήσεις με το παρελθόν. Οπότε άλλαξα εγώ. Ναι, αυτή φαντάζει ως μια λογική εξήγηση. Όμως, άλλαξα μονάχα εγώ; ή και ο κόσμος γύρω μου; Έχω παρατηρήσει πως πολύς κόσμος στη γειτονιά χάνει όλο και περισσότερο το χαμόγελο και την ελπίδα από το βλέμμα του κι αυτό είναι που μ’ εκνευρίζει σε τούτη την πόλη. Το γεγονός πως ακόμα και μια ηλιαχτίδα χαράς μπορεί πολύ γρήγορα να εξαγνιστεί από την κατήφεια του κοινωνικού της περίγυρου. 

Με αυτές τις σκέψεις να με συντροφεύουν, έχω ήδη μπει στο λεωφορείο. Ούτε που το συνειδητοποίησα. Σηκώνω το βλέμμα και κοιτάζω τους συνεπιβάτες μου. Φιγούρες άχρωμες και κλασικές. Οι νεότεροι χαμένοι στις οθόνες του κινητού. Οι γηραιότεροι φωνάζουν, βρίζουν και απαιτούν σεβασμό. Θυμίζουν καρικατούρες, οι οποίες πήραν σάρκα και οστά από σκίτσο εφημερίδας και εκνευρίζονται, επειδή κανείς δεν τους παίρνει στα σοβαρά. Στουπί και βενζίνη. Πόσο ελκυστική φαντάζει μια τέτοια σκέψη. Δε θα έκαιγα τους ίδιους, αλλά την εικόνα τους, αυτό που αντιπροσωπεύουν. Δηλαδή ένα γέρικο σκυλί, που μένει στην αφάνεια για χρόνια κι επειδή δυσκολεύεται να εκφραστεί και να επικοινωνήσει, απλώς γαβγίζει για να εισακουστούν οι παραλογισμοί του.

 Αλλάζω λεωφορείο, μα η εικόνα απαράλλαχτη. Τουλάχιστον εδώ δεν φωνάζουν. Βρίσκω άδεια θέση και κάθομαι, δίχως δεύτερη σκέψη. 2 παππούδες παραδίπλα συζητούν για την επικαιρότητα. ‘Μας ψεκάζουν’ λέει ο ένας. Ο άλλος δε διαφωνεί κι υποστηρίζει πως πρέπει να βάλουμε μπουρλότο στη Βουλή και στο Σύνταγμα για να βελτιωθεί η κατάσταση. Α ρε γέρο, που να ‘ξερες πως για να βελτιωθεί η κατάσταση πρέπει να ρίξουμε μπουρλότο στο ίδιο μας το εγώ πρώτα. Δεν είχα όρεξη να ακούσω παραπάνω και έβαλα τα ακουστικά μου. Πόσο γουστάρω τα ακουστικά μου. Και τα γουστάρω επειδή μου προσφέρουν άπειρες στιγμές ησυχίας και κυρίως απομόνωσης από τον υπόλοιπο κόσμο, δίνοντας μου την ευκαιρία να χαθώ στις σκέψεις μου και απλώς να αγνοήσω όλους τους υπόλοιπους, όσο αντικοινωνικό κι αν ακούγεται. Ακούγοντας μουσική έχω την ψευδαίσθηση πως ο χρόνος κινείται γρηγορότερα. Κι ίσως και να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ποιος είμαι εγώ να αμφισβητήσω ολόκληρο Αϊνστάιν και τη θεωρία της σχετικότητας; 

Μ’ αυτά και μ’ αυτά φτάνω στον προορισμό μου. Πανεπιστήμιο. Κοιτάζοντας το ρολόι του κινητού, συνειδητοποιώ πως έχω αργήσει και πολύ μάλιστα. Αλλά σήμερα δε με ενδιέφερε. Συνήθως με απασχολούν τέτοια θέματα, αλλά σήμερα όχι. Σήμερα ήταν ένα άσχημο πρωινό. Ανηφορίζω το υπερυψωμένο στενάκι, ώσπου φτάνω στο πανεπιστήμιο. Προσπερνώντας τις συμπληγάδες των φυλλαδίων, κατορθώνω να μπω στο χώρο του πανεπιστημίου και εν τέλει στην αίθουσα. Συνήθως ρίχνω ένα βλέφαρο, μήπως πετύχω κάποια γνώριμη φυσιογνωμία μέσα στο πλήθος, μα σήμερα δεν έπραξα αναλόγως. Δε με ενδιέφερε να μιλήσω σε κάποιον. Πήγα κατευθείαν και κάθισα στα πίσω έδρανα, όπου είχε ησυχία. Ο καθηγητής παρέδιδε μάθημα. Τι μάθημα ήταν αυτό; Στ’ αυτιά μου έμοιαζαν αμπελοφιλοσοφίες. Σαν εκείνες που αρεσκόμουν να σκαρφίζομαι στο λύκειο, σε ένα μπαλκόνι παρέα με μια μπύρα ή ένα ποτήρι ουίσκι, τα οποία για έναν ανεξήγητο λόγο είχαν την τάση να πολλαπλασιάζονται και να έρχονται σε συνουσία στον ουρανίσκο μου. 

Δίχως, λοιπόν, να καταφέρνω να εγκλιματιστώ στο περιεχόμενο του μαθήματος, σκέφτομαι να κοιτάξω τριγύρω μου για να δω τα πρόσωπα των «συναδέλφων». Και τότε αντίκρισα εκείνη. Τα βλέμματα μας συγκρουστήκαν κι εν ριπή οφθαλμού εκείνη χαμογέλασε. Και είχε τέτοια δύναμη αυτό το χαμόγελο, που ακόμα και άθεος μεταμορφωνόταν στον πιο πιστό οπαδό του Θεού. Έσκασε σαν κεραυνός εν αιθρία. Όλα κατέρρευσαν. Όλες οι σκέψεις που με κατέτρωγαν από την ώρα που ξύπνησα, εξαλείφτηκαν. Τις σκέψεις μου κυρίευσε αυτό το χαμόγελο και η γαλήνη που πήγαζαν από τα μάτια της. Ήταν λες και το καλό το παλικάρι είχε χάσει το μονοπάτι του. Αλλά δεν τον ενδιέφερε. Από δω και πέρα θα είχε αυτό το χαμόγελο σαν οδηγό. Κι όπου τον έβγαζε. Αρκεί που πλέον είχε βρει ένα νόημα, ένα λόγο να πηδήξει στο καταραμένο τρένο και να ζήσει. Επειδή από δω και πέρα θα είχε παρέα την εικόνα της, το χαμόγελό της και τη γαλήνη των ματιών της.

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Αόρατος Μανδύας

Αόρατος Μανδύας


Κυκλοφορώ στους δρόμους
με τον αόρατο μου –πάντα- μανδύα,
αντικρύζω εικόνες που λίγοι βλέπουν,
πολλοί αισθάνονται – μα περισσότεροι αδιαφορούν.
Βλέπω τοίχους,
γκρεμισμένους ( μ’ όνειρα ανθρώπων θαμμένους)
Ανθρώπους,
που πονούν μα δεν κραυγάζουν,
διότι απλά πλέον δε μπορούν.
Βλέπω μητέρες,
μητέρες που σπαράζουν,
γιατί τα σπλάχνα τους πεινασμένα αγκαλιάζουν.
Περνώ από εκκλησίες,
(ποιες εκκλησίες; - οίκοι συγκέντρωσης απελπισμένων)
στις οποίες βλέπω νεκρούς,
-ακόμα και ζωντανούς-
νεκρούς που όλο και περισσότεροι ξεχνούν.

Περπατώ στα στενά
λιγότερα να παρατηρώ,
μα και εκεί υπάρχουν εικόνες.
Σβήνω αργά αργά το φως,
κλείνω τα μάτια μου… μα ΟΧΙ!
ΝΑ μία ελπίδα
Τρέχει
ένα παιδί που Γελά και Παίζει.
Δεν καταλαβαίνει από δρόμους στενά και μονοπάτια,
απλά τρέχει : Απολαμβάνει τη πορεία δίχως προορισμό;


Η μήπως τρέχει να σωθεί;

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

Επιστολή Σε Μιαν Άγνωστη (για εσάς)



Κάθομαι στο παραθυρό μου σκεπτικός ονειροπολώ, ταξιδεύω και ελπίζω!

Τι ελπίζω; Ελπίζω σε μια στιγμή μονάχος μαζι σου, την οποια στιγμη θα με έχεις πλήρως ερωτευτεί και αγαπήσει. Ελπίζω οτι κάθεσαι και εσυ σε ενα απο τα παράθυρα του σπιτιού σου παρατηρώντας τα μακρινά αστέρια και τη σεληνη, μελαγχολώντας που αυτά κι ας είναι πιο μακρία απ'οτι εγώ μπορείς και τα κοιτάς. Ελπίζω σε χρόνους και στιγμές οπου η τύχη και το σύμπαν θα μας επέτρεπαν να είμαστε μαζι και οχι να μας χωρίζουν χρόνιες αποστάσεις. Γιατί τα ελπιζω ομως αυτα; Ένας Θεός ξέρει.



Καταρίεμαι,ναι, καταρίεμαι τον εαυτό μου που είμαι δειλός και αδύναμος. Δειλός γιατι δεν μπορώ να αψηφίσω το κάθε εμπόδιο ανάμεσα μας, και αδύναμος διότι δεν μπορώ να καταστρέψω κάθε εμπόδιο ανάμεσα μας! Ελπίζω οτι με καταλαβαίνεις, πως δεν ξέφυγα πάλι στα παρανοϊκά μου επίπεδα όπου το μόνο άτομο για το οποίο κρύβω αγάπη είμαι εγώ. Σε παρακαλώ πολύ να μη νομίσεις πως σε θέλω για να με αγαπήσεις. Η πηγή της εμπνευσής σου μου αρκεί. Το οτι εσύ βαδίζεις στην ίδια γη, στο ίδιο χώμα με εμένα, με κάνει να ερωτεύομαι κάθε κόκκο άμμου που κρύβεται κάτω απο τα πόδια σου, και τούτο μου αρκεί!



Ξέρω θα σκεφτείς γίνεται υπερβολικός, μα για ποιόν άλλο λόγο υπάρχει η υπερβολή παρα για να περιγράψει υπάρξεις νεραϊδένιες, υπέροχες, θεικές όπως μονάχα εσύ μπορείς να είσαι. Σε ικετεύω ομως, να μην διαβάσεις ποτέ το γραπτό αυτο. Διότι τότε ίσως εγώ καταστραφώ, ίσως η εσωτερική μου ύπαρξη χάθει και όλη μου η συναισθηματική φόρτιση μηδενιστέι, ίσως η ψηχεί μου καεί και ίσως η ζωή μου τελειώσει.....αλλα πάλι ίσως και όχι!!

Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Συμβουλευτικός λόγος

Φύλαξε το βιβλίο αυτό.
Είναι των παιδικών σου χρόνων.
Φύλαξε το δίσκο αυτό.
Είναι των εφηβικών σου χρόνων.
Φύλαξε τη φωτοφραφία αυτή.
Είναι των ευτυχισμένων σου χρόνων.
Φύλαξε τη φιάλη αυτή.
Είναι των δύσκολών σου χρόνων.

Κράτησέ τα σε τόπο σίγουρο
και πρόσεξε μην χαθούν στων αναμνήσεων την άβυσσο.
Καμιά φορά όταν τα καθαρίζεις παρατήρησε προσεκτικά.
Κι αναπόλησε τις ξεχωριστές περιόδους που βίωσες.
Τότε βγες έξω και αναζήτησε
τη συνέχεια αυτών των αντικειμένων.
Φύλαξε την αγάπη.
Είναι της ζωής σου τα χρόνια.