Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2017

Ειρμοί

“Έχοντας καιρό ο κύριος Β. να αγγίξει το στυλό του, μέσω του οποίου έδινε υπόσταση στις σκέψεις του, αποφάσισε πως είχε έρθει εκείνη η στιγμή. Μα όταν ξεκίνησε να γράφει μια φοβία τον διαπέρασε σαν ρίγος στην ψυχή.
‘Γιατί γράφω;, αναρωτήθηκε.

Έγραφε για να γράφει ή μήπως υπήρχε κάποια αιτία που τον οδηγούσε να κινεί το χέρι του παράλληλα με τις ίσιες γραμμές του λευκού φύλλου από το τετράδιο του;

Μα να αυτό ακριβώς ήταν που τον ωθούσε να γράφει!

Μπορούσε να εκφράζει έννοιες και στιγμές απλές, καθημερινές με τρόπο μοναδικό, λεπτομερή, σχεδόν ονειρώδες. Ναι, ονειρώδες, γιατί όλα αυτά που έγραφε έβγαιναν από το νου και τη φαντασία του, το ίδιο μέρος όπου στεγαζόταν και το υλικό των βραδινών ονείρων του, τόσο των ευχάριστων όσο και τον δυσάρεστων. Τα δυσάρεστα όνειρα τελευταία τον δυσκόλευαν. Φοβόταν τον ύπνο. Κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια του ανέμελος και έτοιμος να παραδοθεί στου Μορφέα την αγκαλιά, μια συγκεκριμένη μορφή εμφανιζόταν εμπρός του και τον κατατρόμαζε. Δεν γνώριζε τη μορφή αυτή μα ούτε και τη φοβόταν πραγματικά, ωστόσο όποτε και να εμφανιζόταν μπροστά του τιναζόταν γεμάτος τρόμο. Δεν γνώριζε εάν ανήκει σε άντρα η γυναίκα, ούτε και εάν ζητά κάτι από αυτόν, απλώς και μόνο βλέποντας τη μορφή αυτή ανατρίχιαζε και έχανε τα λογικά του.

Κάποιο πρωινό ο κύριος Β. αποφάσισε ότι θα πρέπει να αντιμετωπίσει τη μορφή αυτή.

Ξεκίνησε από νωρίς την προετοιμασία. Άρπαξε ένα ανοιχτό κρασί που είχε μισοτελειωμένο και το τελείωσε δίχως δεύτερη σκέψη. Μα τόσο λίγο κρασί μικρή επίδραση θα είχε στην προσπάθεια του. Αποφάσισε λοιπόν, να βγει έξω προς αναζήτηση πολεμοφοδίων.

Βγαίνοντας από το σπίτι, ξεκίνησε να σκέφτεται για το νόημα της ύπαρξης του. Υπήρχε; Και εάν ναι που κρυβόταν; Από μικρός θεωρούσε πως πρέπει να γίνει ένας καλός επαγγελματίας και να διαπρέψει στον τομέα που θα επέλεγε ώστε να βάλει και αυτός το λιθαράκι του στο μεγάλο βουνό της ανθρωπότητας. Μα μεγαλώνοντας αντιλαμβανόταν ότι αυτό το βουνό της ανθρωπότητας ήταν ένας κόκκος άμμου μπροστά στο σύνολο της ύπαρξης. Αυτό που ονειρευόταν από μικρός ήταν λοιπόν το να βάλει ένα μικρό λιθαράκι σε έναν κόκκο άμμου; Ήταν πολύ μεγάλη ιδέα αυτή για εκείνον και ο κύριος Β. φιλόδοξος δεν ήταν.

Έφτασε στο μαγαζί, αγόρασε το κρασί του, όχι τίποτα ιδιαίτερο αλλά τη δουλεία του θα την έκανε και επέστρεψε σπίτι περιμένοντας να νυχτώσει.

Όταν ξεκίνησε να νυχτώνει και να περνά η ώρα και οι στιγμές να διαδέχονται η μία την άλλη με όλο και πιο αργό ρυθμό και έτσι όπως ήταν πλέον μεθυσμένος από την αϋπνία, σκέφτηκε ότι ο μόνος τρόπος να αντιμετωπίσει τη μορφή που τον στοίχειωνε, ήταν μέσω της γραφής. Ναι, μέσω της γραφής γιατί όπως γνώριζε ο κύριος Β. – και πλέον και εμείς – η συγγραφή αντλεί το υλικό της από την ίδια δεξαμενή με αυτήν των ονείρων.


Έκλεισε τα μάτια του, παραδόθηκε στις αισθήσεις του και ελευθερώθηκε στη δίνη των ειρμών του. Άρχισαν να σχηματίζονται μπροστά του εικόνες από την ξέγνοιαστη παιδική του ηλικία, τους εφηβικούς πονεμένους έρωτες, τις ενήλικες γλυκόπικρες εμπειρίες του καθώς και τη μοναξιά της τωρινής ζωής του. Ξεκίνησε να γράφει: ‘Έχοντας καιρό ο κύριος Β. να αγγίξει το στυλό του.....’”.

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017

Βήματα

Καθιστός δίχως ψυχή,
δίχως διάθεση για πνοή,
να σκεπτώ αδυνατούσα,
πάσα έμπνευση απούσα.

Μούσες, πόνοι, έρωτες και μύθοι,
είχαν περιέλθει σε πλήρη λήθη.
Ήταν μια στιγμή που ανυπομονούσα,
οι μνήμες μου σιωπούσαν. 

Μικροί ψίθυροι στο νού ηχούσαν,
σαν ουρλιαχτά αντιλαλούσαν:
Βήμα το βήμα,
της ζωής σου το νήμα,
κυλά
δίχως
επιστροφή.
Δίχως επιστροφή.
Δίχως επιστροφή.
Δίχως. Βήματα.