Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

Ο Γέρος


Ο ήρωας μας γερνούσε πλέον. Όχι τόσο σωματικά, όσο ψυχικά, συναισθηματικά. Νόμιζε πως τα είχε ζήσει όλα και ας μην είχε αισθανθεί την κάθε εμπειρία ξεχωριστά. Είχε αισθανθεί τυχαία ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα συναισθημάτων, σε τέτοιο βάθος, που πλέον γνώριζε ποιά είναι η εξέλιξη τους από τη στιγμή που προκύπτουν έως τη στιγμή που κορυφώνονται. Ύστερα από την κορύφωση ακολουθούσε η Πτώση. Μια σισύφια Πτώση, που ήταν δεδομένη. 

Βαρέθηκε να σκέπτεται πάλι και σηκώθηκε να κάνει μια βόλτα στο σπίτι. Το σπίτι του φαινόταν σα μουσείο. Στέγαζε το παρελθόν του. Το περίεργο σε όλη την υπόθεση όμως ήταν πως θυμόταν όλες τις στενάχωρες στιγμές του μέσα σε αυτό και ελάχιστες χαρούμενες - και ας γνώριζε πως υπήρχαν αρκετές. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο από δάκρυα που μόνο αυτός γνώριζε που, πως και γιατί. Κομμάτια από Όνειρα, σα θρυμματισμένο γυαλί του τρυπούσαν τα γυμνά πόδια σε κάθε Βήμα. Αναμνήσεις χαράς που είχαν μετατραπεί σε καπνό από όλα τα τσιγάρα που είχε καπνίσει σα μανιακός, λες και η απάντηση μπορούσε να βρεθεί σε κάποιο στοιχειό που θα σχηματιζόταν μέσα στην ασφυκτική καπνίλα. Στιγμές νεκρές. Σα μαυσωλείο. Δεν χωρούσε το μέλλον του εκεί. 
Έφυγε!

Και πιστέψτε με ακόμα φεύγει γιατί σήμερα είναι Πρωτοχρονιά και χτές δεν ήταν.
Και χτές υπήρχε το σπίτι, ενώ σήμερα δεν υπάρχει.

Η τελευταία σας χρονιά.

Τι και αν,
σας έλεγα ξαφνικά,
πως αυτή
είναι
η
τελευταία σας
Χρονιά!


Ποιά η διαφορά;

Τι διαφορετικό,
πρωτόγνωρο,
ίσως τρελό,
αγαπητό,
ξεχωριστό,
θετικό,
μοναδικό,
αλτρουιστικό,
καλό,
λογικό,
αγνό,
αρνητικό,
παράλογο,
κακό,
εγωιστικό,
μισητό,
στη ζωή σας θα κάνατε;

Αφήστε.
Θα σας πω εγώ καλύτερα.


Δε γνωρίζω,
γιατί
αν
γνώριζα,
τότε, όντως, πιά,
θα ήταν η τελευταία μου χρονιά.

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2018

Το Κουτί

Σ'ενα μικρό κουτί κρατάω,
αναμνηστικά παλαιά,
που εσένα μου θυμίζουν!

Μπρελόκ, εισιτήρια κ'εικόνες,
με τ'αρωμα σου βαφτισμένα.

Μνήμες νεκρές δίχως μέλλον,
στοιχειώνουν το παρόν μου.
Αισθήσεις τρομακτικές,
ταραγμένη η ψυχή,
σα να'χει έρθει καταστροφή.

Και πλέον τίποτε δεν κάνω άλλο, παρά,
αναρωτιέμαι τι κάνω πιά.

Μα πότε θα πάρω απόφαση να πιάσω,
το καταραμένο αυτό κουτί να πετάξω,
στο διάολο να πάει,
να μην ξαναρθεί.
Να χαθεί, να λιώσει, να καεί!

Κι άν ο διάολος ο ίδιος ερθεί,
μου πεί τι κάνεις εκεί;
Θα του πω κάλλιο να μου πάρεις τη ψυχή,
μα μη μου ξαναφέρεις εκείνο το καταραμένο,
το κουτί. 

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2018

Nubilus

Ένα τσιγάρο μισό,
ένα ποτήρι κρασί
λειψό,
κι ο νούς παγιδευμένος.

Ένα δωμάτιο γεμάτο καπνούς,
στοιχειωμένο σχεδόν.

Ζαλιζόμουν!

Γύρω μου ψυχές, σα σύννεφα,
χαμένες,
περιπλανώνται νεκρές.
Φαντάσματα, εικόνες παλαιές,
γνώριμες και κάποιες
νοσταλγικές.
Επιθυμίες και στιγμές,
καιρό σβησμένες,
μα στη ψυχή χαραγμένες
σα ναρκωτικό,
μια δόση,
μια τελευταία δόση απελπισίας,
μια δόση αυτοκτονίας.

Σκοτάδι!

Νέο πρωινό ξημέρωσε,
κι είχαν πλέον χαθεί
οι στοιχειωμένοι καπνοί.