Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

Τι μου είχε λείψει;

Μου είχε λείψει να σε βλέπω
να χαμογελάς, να σε βλέπω
να με κοιτάς,
δίχως να γνωρίζω
γιατί,
δίχως να ξέρω
που,
θα με στείλει το επόμενο σου
βλέμμα, η επόμενη σου
ματιά.

Τόσο πολύ
μου είχε λείψει,
που πιά
μόνο το μίσος,
ήταν η μόνη μου λύση. 

Πέμπτη 26 Μαΐου 2016

Ένα πίτα γύρο απ’ όλα


Ήσουν σαν το πιτόγυρο, σαν την πρώτη μπουκιά,
Είχες μάτια πανέμορφα κι ολόχρυσα μαλλιά
Ήσουν σαν πίτα αλάδωτη, σαν γεύση μαγική,
Είχες κι ένα χαμόγελο, λαμπρό σαν την αυγή


Προσπάθησα να σε γευτώ αργά, να σ’ απολαύσω,
Στη σκέψη πως θα τέλειωνες, ζωή να μη χορτάσω
Ήσουν ακαταμάχητη, πίτα γύρο απ’ όλα,
Με μια οσμή πιο δυνατή κι απ’ ακριβή κολόνια


Ο γύρος, ο χαρακτήρας σου, ζεστός και γευστικός
Το βλέμμα σου μεθυστικό, σαν οίνος ξηρός λευκός
Παραγγελία έκτακτη, θεός σε είχε πλάσει,
Ο άνθρωπος που σ’ άγγιξε, ποτέ δε θα πεινάσει


Σιγά σιγά χανόσουνα, είχαμε γίνει ένα
Πιτόγυρο, όπως εσύ, δεν είχα βρει κανένα
Άδειο το περιτύλιγμα, θύμιζε τη μορφή σου
Όταν στο πιάτο φάνηκε η δίδυμη αδερφή σου

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Για τον Βαλεντίνο...



Ήρθε κι ο Βαλεντίνος μας, γιορτή που ‘ναι και τούτη,
Τόσα ζευγάρια γύρω μου, να ρίχνουν μπαλαμούτι.
Εγώ όμως είμαι μόνος μου, μ’ επίδεσμο στο χέρι,
Γι’ αυτό κι ο Βαλεντίνος μου, χαρά δε θα μου φέρει.

Ο έρωτας μου είπανε σε στέλνει ως τον Άρη,
Κανείς όμως δεν έφτασε κρατώντας το φανάρι
Τα βογκητά τριγύρω μου, άγνωστη μελωδία
Μένω να παίζω μόνος μου, αρχαία τραγωδία.

Ω άγιε του έρωτα, στείλε κι εδώ λιγάκι,
Να δω χαρά στα σκέλια μου μ’ ωραίο  γκομενάκι,
Ο κόσμος είναι ολάκερος μ’ αιθέριες υπάρξεις,
Μα εγώ έχω υπερκόπωση απ’ τις πολλές μαλάξεις.

Κορμάρα  να ήταν δίπλα μου, με τα γυμνά της στήθη
Να της ξηγούσα τ’ όνειρο, το πώς γεννιούνται οι μύθοι
Του έρως το συναίσθημα, θα ‘θελα να το νιώσω
Ολημερίς κι ολονυχτίς, γυναίκα ν’ απαυτώσω.

Γυναίκα να ‘χα όμορφη, στο άδειο μου κρεβάτι
Να καβαλώ σαν στρατηγός στα τέσσερα το άτι.
Αχ Βαλεντίνε στείλε μου, του έρωτα τη μέθη,
Και άστο μύλο τον καλό, όλα να τα αλέθει.

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016

Ένας Κρύος Πλανήτης

Και σε μια στιγμή,
σύντομη και κοφτερή,
αισθάνεσαι πως στη ζωή,
χάνει το κάθε τι αξία.

Σε έναν βάλτο βαθύ,
τρομακτικό, σκοτεινό και τραχύ,
όπου ο τρόμος παίρνει μορφή,
λάμπει ο ήλιος γεμάτος ειρωνεία.

Ένας πλανήτης κρύος,
η δική μου η ψυχή,
χαμένη κάθε αξία.

Ο ήλιος νεκρός,
τ’ άστρα πεθαμένα.

Της ψυχής μου οι φυλλωσιές,
-δίχως στοργή και ζεστασιά-
μαραίνονται και πετούν μακριά.

Των δέντρων μου οι καρποί,
αδημονούν για της Άνοιξης το φιλί.

Η στοργή χαμένη,
η ελπίδα πνιγμένη.
Ο Ήλιος νεκρός,
τ’ άστρα πεθαμένα,
κι ένας πλανήτης κρύος
η δική μου η ψυχή,
ποιος τις φυλλωσιές μου θ’ αγαπήσει,
ποιος τους καρπούς μου να φιλήσει.

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Το φως, στο σκότος μου



Σ’ ένα δωμάτιο σκοτεινό, χωρίς μια ηλιαχτίδα
ήταν η σκέψη σου λαμπρή, σαν φωτεινή πυξίδα
είχες μια σπάνια μορφή, θεσπέσια σε είδα
αν σ’ είχα πιάσει γκόμενα, δε θα ‘σουν παλλακίδα

Θα ‘σουν μία ιέρεια κι εγώ ακόλουθος σου,
και το κρεβάτι σου καημός κι εγώ το γιατρικό σου
Θα ‘σουν η Ιουλιέτα μου κι εγώ θα ‘μουν Ρωμαίος,
θα τα περνούσαμ’ όμορφα κι ας μην είμαι μοιραίος

Εσύ όμως δεν είσαι δω, είσαι μόνο στο νου μου
κι ο πόνος έγιν’ έντονος του δεξιού χεριού μου
σήμερα που σε σκέφτομαι, έλα λίγο στο πλάι,
να φτάσουμε στα σύννεφα, με στάση στη Χαβάη.

Η όψη απομακρύνεται, χάνεται σαν αέρας,
μένει το σκότος μόνο του, φεύγει το φως της μέρας
θα μείνεις μια ανάμνηση, στα στήθια μαχαιριά,
και θα ‘χω χέρια στο νάρθηκα από τη μοναξιά.

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016

Το πορτραίτο

Από πάντα
ζήλευα
όσους σχεδίαζαν,
όσα βλέπαν και
θαυμάζαν
όσα αγαπούσαν
και είχαν το ταλέντο
να το
αποτυπώσουν κάπου
και να το
έχουν μαζί τους
πάντοτε και παντού.

Αποφάσισα έτσι,
κάποια
μέρα,
να σχεδιάσω
και εγώ
το καημό μου
το θηλυκό.


Σχεδίασα έτσι,
το
πρόσωπο σου,
όμορφο και
ροδαλό,
το
κορμί σου,
στητό,
ζωντανό, καμπυλοτό.
Σχεδίασα τα
ματάκια σου,
τη
μυτούλα σου,
τα πόδια σου,
το στήθος σου,
τη κοιλιά σου.

Σε σχεδίασα
ολόκληρη,
θεσπέσια,
νεραϊδένια
όπως είσαι
να σε σβήσω.

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

Από το παράθυρο



Έξω απ’ το παράθυρο, στο φως που ξεπροβάλλει
Είδα εσέ να στέκεσαι με ομορφιά και χάρη
Τι ήταν αυτό που ένιωσα, τι να ΄τανε στ’ αλήθεια;
Μήπως ζούσα σε όνειρο, μήπως σε παραμύθια;

Χαστούκισα την μούρη μου, να δω άμα κοιμάμαι,
μα η χαστούκα πόνεσε, με πόνεσε θυμάμαι.
Μα δεν πειράζει σκέφτηκα, δε μ’ ένοιαζε ο πόνος
Καλύτερα να με πονάς, παρά να είμαι μόνος

Σε είδα που περπάταγες, κρατούσες δυο σακούλες
Ήσουν με δύο φίλες σου, που έμοιαζαν με τσούλες
Μα δε με πείραξε αυτό, ήσουν γλυκιά κι ωραία,
Αχ… έλα με τις φίλες σου να κάνουμε παρέα

Λαχτάρησα, αναθάρρησα κι έτσι πήρα κουράγιο,
γιατί οι τρεις κορμάρες σας κολάζανε και άγιο
Σας ζήτησα να έρθετε να δούμε μια ταινία,
να δω το φως τ’ αληθινό να φύγ’ η αγαμία

Οι φίλες σου ξενέρωσαν, είπαν είμαι γουρούνι
νομίζανε πως ήθελα να πιάσουν το σαπούνι
Εσύ όμως μου γέλασες, με μάτια λαμπερά
Κι είχες κι ένα χαμόγελο που σκότωνε θεριά

Παράτησες τις φίλες σου, μου ‘κανες το χατήρι,
και πήδηξες σαν αίλουρος, από το παραθύρι
Και άρχισες να γδύνεσαι κι έκανα μπανιστήρι,
Τότε όμως σε σκότωσε το παλιοξυπνητήρι

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016

Πρωτοχρονιά

Στα σύνορα
καθόμουν,
στην άκρη
του κόσμου.
Παρατηρούσα
την Αυγή
και
τη Δύση,
το Εχτές
και
το Σήμερα,
τη Γέννηση
και
το Θάνατο,
την Αγάπη
και
το Μίσος,
το Μπείκον
και
τα Αυγά,
τη Σοκολάτα
και
τα Μπισκότα,
το Καφέ
χωρίς Ζάχαρη (όχι και χωρίς Ζάχαρη)
και
ένα μάτσο
σύννεφα.

Ήταν Πρωτοχρονιά γαμώτο.