Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

Λίγες σκέψεις για τις σκέψεις



Είναι πολλές οι στιγμές που περνάει από το νου μου μια ιδέα. Να αποτυπώσω σε ένα χαρτί όσα με προβληματίζουν. Είναι σπάνιες, όμως, οι στιγμές που το τολμώ. Γιατί μου συμβαίνει αυτό; Τι με συγκρατεί από το να γράψω 2 σκέψεις σε ένα χαρτί; Όποτε το επιχείρησα, κάτι με απωθούσε από το ολοκληρώσω ένα κείμενο. Γιατί; Υπάρχει κάτι που με φοβίζει; Τι είναι αυτό, όμως; Τι φοβάμαι; Νομίζω πως ξέρω τι είναι. Scripta manent. Τα γραπτά μένουν. Και γίνονται συναισθηματικά φορτισμένες αναμνήσεις. Ενώ οι σκέψεις στο μυαλό; Αέρας. Ένας δυνατός άνεμος, που έρχεται γρήγορα, βιαστικά κι έπειτα φεύγει. Ή μήπως μια καταιγίδα; Ναι. Καταιγίδα. Που ξεκληρίζει τα πάντα στο διάβα της. Κάποιες φορές περαστική και άλλοτε έντονη, επίμονη. Σε κάνει να νιώθεις πως από τη στιγμή που κατέφτασε, θα μείνει για λίγες ώρες ή και μέρες. Επηρεάζει πλήρως τη διάθεση σου. Επισκιάζει τα πλάνα σου. Τοιουτοτρόπως λειτουργούν κι οι σκέψεις. Άλλοτε περνούν σαν αυτοκίνητο σε άδεια λεωφόρο και άλλοτε εγκαθίστανται για καιρό στο νου.
 
Και λοιπόν; Γιατί με φοβίζουν οι σκέψεις μου και δεν τις καταγράφω; Τι το ιδιαίτερο, το ξεχωριστό έχουν; Μάλλον τίποτα. Αυτό είναι που με προβληματίζει. Απλές, κοινότυπες σκέψεις. Και το ενδεχόμενο να διαβάσω, στο μέλλον, τέτοιες σκέψεις με φοβίζει ακόμα περισσότερο. Θα μου δημιουργήσει την αίσθηση πως η ζωή έφυγε κι εγώ την σπαταλούσα σε απλές, κοινότυπες σκέψεις. Επομένως, προτιμώ να τις καταχωρώ στο χρονοντούλαπο της ιστορίας και να πετάω το κλειδί. Είναι η εύκολη λύση, εξάλλου. Ξεχνάω τις σκέψεις κι είναι σαν να μην πέρασαν ποτέ από το κεφάλι μου. Προτιμώ να ξεχάσω αυτές τις ‘’αναμνήσεις’’. Όμως, ο άνθρωπος είναι οι αναμνήσεις του. Ή έστω αυτές καθορίζουν εν μέρει την ανθρώπινη του ιδιότητα. Όμως, αν ισχύει αυτό, ένας άνθρωπος χωρίς αναμνήσεις, δεν είναι άνθρωπος; Επιλέγω να μην είμαι άνθρωπος, επιλέγοντας να ξεχάσω τις σκέψεις μου;

Γαμώ το κεφάλι μου. Ξημερώματα Κυριακής κι έχοντας παρέα ένα μπουκάλι, με πιάνουν τα υπαρξιακά μου. Αναζητώ κι εγώ την ύπαρξη μου σε τούτο τον τόπο. Το ποιόν μου και το σκοπό μου. Ξορκίζω τις σκέψεις μου και τα φαντάσματα του παρελθόντος, κάνοντας χώρο για τα φαντάσματα του μέλλοντος. Κάτι πρέπει να κάνω. Αλλά τι…; Δε γνωρίζω. Για την ώρα, ας κοιμηθώ…

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015

Ποίηση

Σκοτάδι.

Καθόμουν μόνος
και
φανταζόμουν
τις στιγμές.

Ποιες στιγμές;
Εκείνες που
περάσαν;
Όχι!
Εκείνες που
περνούσαν;
Ούτε!

Αυτές που
θα έρθουν.

Μόνο αυτές
φανταζόμουν
και γέμιζαν
οι εικόνες
χρώματα
τα τραγούδια
μουσική
και
τα
τετράδια μου
Ποίηση.

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2015

Ένα σεμνό Πιάνο

Καθόμουν
γύρω μου καρέκλες,
μπροστά μια σκηνή.
Ήταν κάπως
πληκτικά,
στη σκηνή ένα πιάνο
πιανίστες πολλοί.

Είχα αρχίσει να βαριέμαι,
όταν ξαφνικά
ανέβηκε αυτή.
Σεμνά ντυμένη,
με όμορφο στητό κορμί.
Υποκλίθηκε, υποκλίθηκα,
έκατσε, έκατσα.
Τη κοίταζα
σήκωσε τα χέρια ψηλά
άρχισε να παίζει.
Όλα χάθηκαν.

Μείναμε εγώ
εκείνη
και
το πιάνο.
Κοίταζα εγώ
εκείνη,
αυτή
το πιάνο.
Έκλεισα τα μάτια,
να τη δω καλύτερα.
Πράγματι
την είδα,
εκεί μπροστά
χάιδευε τα πλήκτρα
κι
άκουγες
τους αναστεναγμούς
τους.
Οι νότες σαν
κρύες σταγόνες
με αιφνιδίαζαν,
ανατρίχιαζα, έτρεμα,
κρύωνα και ζεσταινόμουν.
Δάκρυσα. Και
σκεφτόμουν
πώς
γεύεται
ο καθένας
τη ζωή. 

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

Η ημέρα του κ. Χ


             Σήμερα δεν ήταν μια μέρα όπως όλες οι υπόλοιπες. Είχε κάτι το μοναδικό. Ήταν μια από εκείνες τις ξεχωριστές ημέρες, οι οποίες ξεχειλίζουν από μια μαγεία, η οποία δε δύναται να εξηγηθεί από ανθρώπινα χείλη. Αυτό αισθανόταν ο κ. Χ. Το πρωί, πίνοντας τον καφέ του, διαισθανόταν πως η σημερινή ημέρα θα μπορούσε να χαραχτεί παντοτινά στη μνήμη του και να σημαδέψει τη ζωή του. Μια υπέρμετρη αισιοδοξία κυριαρχούσε στις σκέψεις του. Με αυτή, λοιπόν, την αισιοδοξία αποφάσισε να ξεκινήσει την ημέρα του, αδημονώντας για το γεγονός που θα του ανέτρεπε την κοσμοθεωρία του και θα τον έκανε να δει τον κόσμο με άλλα μάτια.
Ο κ. Χ ήταν απλός άνθρωπος. Γύρω στα 24, εργαζόταν σε τουριστικό πρακτορείο. Παρότι ήταν φιλικός με τον κόσμο με τον οποίο συναναστρεφόταν, δεν είχε πολλές επαφές, πέρα από τις τυπικές. Επιζητούσε την ανθρώπινη επαφή, αλλά δεν έβρισκε συχνά ανταπόκριση. Τις στιγμές που το κάλεσμα του είχε αντίκρισμα και σε άλλους ανθρώπους, χανόταν έπειτα από λίγο καιρό. Η ανθρώπινη σχέση, που επιδίωκε να οικοδομήσει με τον υπόλοιπο κόσμο, ήταν βραχυπρόθεσμη. Ο κ. Χ είχε αυτή τη συνήθεια. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα, εξαφανιζόταν από προσώπου γης, δίχως να αφήνει σημάδια ζωής. Δεν μπορούσε να την αντιπαλέψει αυτή του τη συνήθεια, ήταν έμφυτη. Όμως αυτή ήταν και η πηγή του μεγαλύτερου φόβου του. Του φόβου πως θα ξεχαστεί, πως μετά από καιρό δε θα τον αναζητήσει κανείς. Αυτή η φοβία ήταν ένας από τους λόγους που επιζητούσε την ανθρώπινη επαφή. Ο άλλος ήταν πως δεν του άρεσε ο εαυτός του. Υπήρχαν στιγμές που ήθελε να μείνει μόνος με τον εαυτό του, όμως δεν τον συμπαθούσε ιδιαίτερα. Αντιθέτως, έβρισκε συνεχώς αφορμές για να προσβάλλει τον εαυτό του. Δεν του άρεσε ο εαυτός του, αλλά δεν τολμούσε την αλλαγή. Ο κ. Χ ήταν δειλός, αλλά φαινόταν να συμβιβάζεται με αυτή του την ανθρώπινη υπόσταση.
Εκείνη την ημέρα, λοιπόν, είχε την πεποίθηση πως κάτι θα συνέβαινε που θα τον ταρακουνούσε. Με αυτό το σκεπτικό πήγε στη δουλειά του. Αυτή η αισιοδοξία τον κυρίευε κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ημέρας. Οι συναναστροφές του με τους συναδέλφους και τους πελάτες δε διέφεραν από τις υπόλοιπες ημέρες. Ήταν το ίδιο φιλικός και εγκάρδιος με όλους, όπως γινόταν κάθε μέρα. Οι ώρες περνούσαν, αλλά αυτό το γεγονός, που περίμενε συνεχώς, δεν έλεγε να έρθει. Έτσι, απογοητευόταν όλο και περισσότερο ο κ. Χ. Στις 20.00 έφτασε η ώρα να σχολάσει. Απογοητευμένος, λοιπόν, αναχωρεί από το πρακτορείο και οδεύει προς το σπίτι του. Το σπίτι του δεν απείχε πολλή ώρα από κει κι έτσι δε χρειαζόταν να στριμώχνεται σε λεωφορεία και τρένα.
Περπατώντας ο κ. Χ προς το σπίτι του, άναψε ένα τσιγάρο και κοιτούσε γύρω του, τους ανθρώπους. Πάντοτε παρατηρούσε γύρω του τον κόσμο, όταν περπατούσε. Χάζευε τα πρόσωπά τους, τις εκφράσεις τους, τον τόνο της φωνής τους. Όποτε τους κοιτούσε, έπλαθε διάφορα σενάρια για το ποιόν τους. Ποιοι είναι, πως λέγονται, ποια είναι η ιστορία τους. Όλοι κρύβουν μια ιστορία πίσω τους κι ο κ. Χ ήταν περίεργος  για το ποια μπορεί να είναι αυτή. Αυτή η έμφυτη περιέργεια ήταν από τα λίγα πράγματα που του άρεσαν στον εαυτό του. Στο παρελθόν, όποτε επεδίωκε να τη μάθει, έβρισκε τοίχο. Ρωτούσε πολλές φορές ανθρώπους για το ποια είναι η ιστορία τους, αλλά φαίνονταν να έρχονται σε δύσκολη θέση. Οι άνθρωποι μπορούν εύκολα να συζητήσουν για την επικαιρότητα, για τη ζωή κάποιου άλλου, αλλά όταν καλούνται να διηγηθούν τη δική τους προσωπική ιστορία, έρχονται, πολλές φορές, σε δύσκολη θέση. Δεν άρεσε στον κ. Χ να φέρνει τον κόσμο σε τέτοια θέση, γι’ αυτό λοιπόν επέλεγε να δημιουργεί ιστορίες από μόνος του, στο νου του.
Πηγαίνοντας προς το σπίτι, βλέπει ένα περίπτερο κι αποφασίζει να πιει μια μπύρα. Η μπύρα ήταν μια από τις απολαύσεις του κ. Χ. Τον συντρόφεψε σε πολλές σκέψεις του κατά το παρελθόν και είχε αποκτήσει μια φιλική σχέση μαζί της. Επομένως, όποτε ευκαιρούσε, συνομιλούσε μαζί της. Παίρνοντας την μπύρα από το περίπτερο, αποφασίζει να καθίσει στην πλατεία, που βρισκόταν κοντά στο σπίτι του. Ήταν μια μικρή πλατεία, με λίγα δέντρα και ένα άγαλμα, που απεικόνιζε 2 παιδιά να κρατούν ψηλά μια σφαίρα, να βασιλεύει στο κέντρο της. Και η πλατεία έκρυβε τη δική της ιστορία. Είχε περάσει πολλές ώρες σε αυτή ο κ. Χ, όντας πιτσιρικάς, τότε που η πλατεία έσφυζε από ζωή και παιδιά. Τα τελευταία χρόνια είχε παρακμάσει. Τα παιδιά δεν την επισκέπτονταν πια τόσο συχνά όσο στο παρελθόν. Ούτε, όμως και οι ενήλικες. Ήταν ήσυχα τα βράδια της. Σε αυτή την πλατεία, αποφασίζει να καθίσει ο κ. Χ να απολαύσει την μπύρα του. Περνούσαν τα λεπτά με την μπύρα του παρέα και αναρωτιόταν τι θα μπορούσε να κάνει ώστε να αλλάξει στη ζωή του και να της δώσει λίγο χρώμα. Προσπαθούσε να θυμηθεί σημαντικά γεγονότα, που του συνέβησαν, αλλά αδυνατούσε. Θύμωνε με αυτό. Πίστευε πως η ζωή του κυλούσε στον αυτόματο πιλότο. Δεν την απολάμβανε.
Με αυτούς τους συλλογισμούς έπινε ήρεμος την μπύρα του. Ήταν γλυκιά η γεύση της και κατέβαινε με γοργούς ρυθμούς από τον ουρανίσκο του. Ξαφνικά, εμφανίζεται κάποιος δίπλα του. Ήταν ένας άστεγος, που έσερνε ένα μικρό καροτσάκι. Περνώντας δίπλα του, κοιτούσε επίμονα το μπουκάλι της μπύρας, που στεκόταν δίπλα στον κ. Χ. Έτσι, λοιπόν, κάνει μια κίνηση να μαζέψει το μπουκάλι.
κ. Χ: «Δεν τελείωσα την μπύρα ακόμα.»
Άστεγος: «Εντάξει τότε. Το μπουκάλι το θέλεις; Να περάσω αργότερα να το πάρω;»
κ. Χ: «Έχω λίγη μπύρα ακόμα. Βιάζεσαι να πας κάπου; Θέλεις μήπως να αράξεις εδώ, μέχρι να τελειώσω;»
Άστεγος: «Που να πάω ρε φίλε; Βόλτες κάνω και μαζεύω μπουκάλια. Ας καθίσω, δε γαμιέται.»
Έτσι, λοιπόν, κάθεται στο παγκάκι, δίπλα στον κ. Χ. Ήταν ένας άνδρας μετρίου αναστήματος, γύρω στα 55, με μισοσκισμένο παντελόνι και μια σκονισμένη μπλούζα, που καλυπτόταν από ένα βρώμικο, μαύρο παλτό. Το αξύριστο μούσι του προσέδιδε μια αγριεμένη όψη. Καθόταν ο κ. Χ δίπλα του, τον κοιτούσε και τον περιεργαζόταν. Έκανε διάφορες σκέψεις για το ποιος είναι αυτός ο τύπος και από πού κρατάει η σκούφια του. Σκεφτόταν όμως και γιατί του ζήτησε να καθίσει δίπλα του. Φοβόταν τους αστέγους. Δε φοβόταν για τη σωματική του ακεραιότητα. Απλώς, οι άστεγοι προσωποποιούσαν το μεγαλύτερο φόβο του κ. Χ. Το να μείνεις μόνος και να ξεχαστείς. Πίστευε πως αν βρισκόταν ο ίδιος σε αυτή τη θέση, θα έδινε τέλος στη ζωή του. Επομένως, φοβόταν την ψυχική αντοχή και δύναμη που έχουν οι άνθρωποι που βρίσκονται σε αυτή τη θέση.
Υπήρξαν μερικά δευτερόλεπτα αμηχανίας μεταξύ των δύο ανδρών. Τότε σπάζοντας τη σιωπή ανάμεσα τους, λέει ο άστεγος:
Άστεγος: «Μήπως παίζει κανά τσιγαράκι;»
κ. Χ: «Ναι, πάρε» και έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα του και τα σπίρτα.
‘Αστεγος: «Ευχαριστώ», είπε ο άστεγος τραβώντας μια γεμάτη τζούρα και συνέχισε λέγοντας «Το βλέπεις αυτό το τσιγάρο; Αντικατοπτρίζει τη ζωή. Τη δική μου, τη δική σου και ολωνών μας. Σύντομη, που αργοσβήνει. Το θέμα είναι πόσο γεμάτες τζούρες παίρνει ο καθένας μας.»
            Ο κ. Χ έμεινε έκπληκτος στο άκουσμα αυτού του συλλογισμού. Κατάλαβε πως ο άνθρωπος δίπλα του έκρυβε πολλές ενδιαφέρουσες σκέψεις και πως ήταν ευκαιρία για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση. Άναψε κι εκείνος ένα τσιγάρο και αποφάσισε να συμμετάσχει στο διάλογο.
κ. Χ: «Όταν, όμως, ρουφάς δυνατά το τσιγάρο, αυτό σβήνει γρηγορότερα, έτσι δεν είναι;»
Άστεγος: «και λοιπόν; Κάποια στιγμή θα σβήσει. Αυτό δεν μπορείς να το αποτρέψεις. Επομένως, γιατί να μην το απολαύσεις όσο γίνεται περισσότερο;»
κ. Χ: «Δεν έχει σημασία η διάρκεια; Γιατί να μην κάνεις μικρότερες τζούρες; Με αυτό τον τρόπο, το τσιγάρο κρατάει περισσότερο»
Άστεγος: «Όταν το τσιγάρο τελειώσει, τι θέλεις να θυμάσαι; Πως το τσιγάρο κράτησε περισσότερο ή πως το απόλαυσες; Τι σου μένει στο τέλος; Οι μικρές ρουφηξιές ή εκείνες που σε στέλνουν;» έκανε χαμογελώντας.
Τα λόγια του συνομιλητή του, έβαλαν σε σκέψεις τον κ. Χ. Δεν είχε δει τη ζωή ποτέ ξανά από αυτή την οπτική γωνία, που του προσέφερε εκείνη τη στιγμή ο διπλανός του. Αναλογίστηκε για λίγα δευτερόλεπτα αυτό το συλλογισμό και δεν απάντησε. Όμως, αυτός ο άνθρωπος του είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον. Ήθελε να μάθει ποια είναι η ιστορία του.
κ. Χ: «Πως σε λένε;»
Άστεγος: «Τι σημασία έχει; Έχω τόσο καιρό να το ξεστομίσω, που ακόμα κι εγώ δεν είμαι σίγουρος για το πώς με λένε. Ίσως και καλύτερα, έτσι»
κ. Χ: «Γιατί;»
Άστεγος: «Επειδή ξεχνάς. Στην κατάσταση μου, προσπαθείς να ξεχάσεις. Το παρελθόν σε πονάει. Όταν καταφέρεις και αποφορτιστείς από αυτό, τότε ξεκινάς την ημέρα σου από το μηδέν. Δεν πονάς πλέον»
κ. Χ: «Ο πόνος, όμως, δεν σου δείχνει πως είσαι άνθρωπος;»
Άστεγος: «Και ποιος είπε πως θέλω να συνεχίσω να είμαι άνθρωπος; Θέλω να γίνω κάτι άλλο. Θέλω να γίνω άγγελος. Θέλω να αποχαιρετίσω τούτο τον κόσμο, αλλά είμαι πολύ δειλός για να το πράξω μόνος μου»
Ο κ. Χ διέκρινε μια αντίφαση στα λεγόμενα του συνομιλητή του. Τα πρώτα λόγια του διακατέχονταν από αισιοδοξία και μια κρυφή επιθυμία για ζωή, ενώ τώρα ήταν σαν να μιλούσε ένας τελείως διαφορετικός άνθρωπος.
κ. Χ: «Μπερδεμένα μου τα λες»
Άστεγος: «Εεε τι; Μασημένη τροφή θα σου δώσω;» είπε και άρχισε να γελάει δυνατά μόνος του. «Τι σε μπερδεύει;»
κ. Χ: «Όσα έλεγες προηγουμένως για το τσιγάρο, έρχονται σε αντίθεση με όσα μου λες τώρα. Στην αρχή πίστεψα ότι είχες ακόμα μια βαθιά επιθυμία για ζωή, αλλά τώρα;;»
Άστεγος: «Τελικά, τα νέα παιδιά είστε πιο στόκοι από όσο πίστευα. Επιθυμία για ζωή έχω. Όλοι την έχουμε. Αλλά αυτό που έχω εγώ δεν είναι ζωή. Έχω φάει τόσες κατραπακιές, που μου τσάκισε την επιθυμία για ζωή. Πλέον, περιμένω να σβήσει η φωτιά από το τσιγάρο, χωρίς να το καπνίζω. Ελπίζω πως θα έρθει κάποιος να τη σβήσει για μένα κάποτε»
Δεν μίλησε ο κ. Χ. Περιορίστηκε στο να πιει και την τελευταία γουλιά από την μπύρα του. Είχε κλειστεί στις σκέψεις του, προσπαθώντας να φανταστεί τον εαυτό του στη θέση του συνομιλητή του. Και δεν έβρισκε εναλλακτικές. Κι εκείνος το ίδιο θα έπραττε ή έστω θα σκεφτόταν.
Άστεγος: «Τελείωσες με την μπύρα βλέπω. Ωραία» είπε και έβαλε στο καροτσάκι το μπουκάλι της μπύρας. «Εγώ, λοιπόν, είναι ώρα να φύγω. Προτού φύγω, όμως, θα ήθελα μια χάρη. Έχεις κάποιο χαρτί και κανένα μολύβι;»
κ. Χ: «Έχω στυλό στην τσάντα μου, αλλά χαρτί δεν έχω. Μπορώ, όμως, να κόψω ένα κομμάτι από το πακέτο με τα τσιγάρα για να γράψεις. Σου κάνει;»
Άστεγος: «Ναι, μια χαρά. Τη δουλειά του να κάνει…»
Απόρησε ο κ. Χ με αυτή την επιθυμία του αστέγου, όμως, δεν το έδειξε. Έβγαλε ένα στυλό από την τσάντα, έκοψε το πακέτο με τα τσιγάρα στη μέση και του το έδωσε, ώστε να γράψει. Έτσι κι αλλιώς άδειο ήταν. Έκανε λίγη ώρα να τελειώσει να γράφει, μεγεθύνοντας την περιέργεια του κ. Χ. Αφότου γράφει ο άστεγος αυτό που θέλει, κάνει μια περίεργη κίνηση. Διπλώνει το κομμάτι, όπου είχε γράψει και το βάζει στην τσέπη της ζακέτας του κ. Χ. «Μπορεί να σου φανεί περίεργο, αλλά θέλησα να σου γράψω 2 πραγματάκια για να θυμηθείς αργότερα. Μην το διαβάσεις ακόμα, παρά μόνο όταν πεθάνω» είπε ο άστεγος και άρχισε να γελάει δυνατά, σαν να διηγήθηκε κάποιο ανέκδοτο. Ο κ. Χ δεν συμμερίστηκε το μαύρο χιούμορ του συνομιλητή του. Αυτή του η κίνηση του γέμισε πολλά ερωτηματικά. Αλλά αποδέχτηκε την επιθυμία του.
Άστεγος: «Εγώ τώρα φεύγω. Εσύ θα μείνεις;»
κ. Χ: «Όχι. Θα φύγω. Από αυτή την κατεύθυνση είναι το σπίτι μου»
Άστεγος: «Εγώ δεν πηγαίνω κάπου συγκεκριμένα. Θες να κατηφορίσουμε μαζί προς τα εκεί;»
Έτσι οι δύο άνδρες έφυγαν από την πλατεία. Παρότι είχαν μόλις γνωριστεί, έδειχνε να υπάρχει ένας αμοιβαίος σεβασμός ανάμεσα τους. Προχωρώντας προς την κατεύθυνση που βρισκόταν το σπίτι του κ. Χ, πέρασαν από ένα στενάκι, ήσυχο, δίχως καθόλου φώτα. Δεν κυκλοφορούσαν περαστικοί εκείνη τη στιγμή. Τότε ο άστεγος, κάνει μια κίνηση και βγάζει από παλτό του ένα μαχαίρι. Γυρνάει προς τον κ. Χ και τον ρωτάει «το βλέπεις αυτό;». Τότε ο κ. Χ έχασε το χρώμα του. Δεν πίστευε στα μάτια του, φοβήθηκε. Κοκάλωσε και δεν μπορούσε να ξεστομίσει ούτε λέξη.
Άστεγος: «Μη φοβάσαι. Δεν πρόκειται να σου κάνω κακό. Στη ζωή μου δεν έχω βλάψει ούτε μύγα. Δε σκοπεύω να αρχίσω τώρα. Θέλω να μου κάνεις μια χάρη»
κ. Χ: «Δε σε πιστεύω. Τι σόι χάρη είναι αυτή και μου δείχνεις το μαχαίρι;»
Άστεγος: «Σε συμπάθησα. Από το λίγο που μιλήσαμε κατάλαβα πως είσαι ένας νέος, που απλώς δεν έχει βρει ακόμα το νόημα της ζωής του. Δεν είσαι κακός άνθρωπος. Γι’ αυτό κι εγώ θέλω από σένα μια χάρη. Θέλω να πάρεις αυτό το μαχαίρι και να μου δώσεις τη χαριστική βολή»
κ. Χ: «Είσαι τρελός; Τι είδους χάρη είναι αυτή; Δεν μπορώ να σε σκοτώσω»
Άστεγος: «Μα δε θέλω να με σκοτώσεις. Να με λυτρώσεις θέλω. Είμαι πολύ δειλός για να το κάνω μονάχος μου. Θέλω εσύ να με βοηθήσεις να προχωρήσω. Πάρ’ το»
            Ο άστεγος έδωσε το μαχαίρι στον κ. Χ. Κρατώντας το στα χέρια του, περνούσαν πολλές σκέψεις από το μυαλό του. Μήπως ο άστεγος έχει δίκιο; Θα τον λυτρώσει; Θα διαπράξει φόνο ή μια καλή πράξη; Όχι, δεν μπορεί να το κάνει αυτό σε άλλο άνθρωπο. Είναι φόνος.
Άστεγος: «Έλα στη θέση μου. Είμαι μεγάλος άνθρωπος. Τα έφαγα τα ψωμιά μου. Δε μου έχει απομείνει τίποτα σε αυτή τη ζωή. Μονάχα ο πόνος των αναμνήσεων. Θέλω να φύγω. Έφτασε η ώρα»
κ. Χ: «Όχι, δεν μπορώ να το κάνω αυτό»
Τότε ο άστεγος άρχισε να ουρλιάζει και να χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο, ματώνοντας το. Ο κ. Χ είχε τρομοκρατηθεί. Τότε ο άστεγος κάνει μια επιθετική κίνηση προς εκείνον, ορμώντας πάνω του. Ο κ. Χ φοβήθηκε ακόμα περισσότερο. Φοβήθηκε για τη ζωή του. Τη στιγμή που ο άστεγος όρμησε πάνω του, εκείνος έκλεισε τα μάτια του και άπλωσε το δεξί χέρι, με το οποίο κρατούσε το μαχαίρι, καρφώνοντας το στο πλευρό του αστέγου. Ο κ. Χ όταν άνοιξε τα μάτια του, είδε τον άστεγο να γονατίζει, έτοιμο να πέσει κάτω. Ο κ. Χ άρχισε να τρέχει. Ήθελε να ξεφύγει από τον άστεγο. Ήθελε να ξεφύγει από αυτό το διέξοδο, στο οποίο είχε περιέλθει. Έτρεξε προς το σπίτι του. Φτάνοντας, με τρεμάμενα χέρια, έβαλε το κλειδί στην πόρτα. Μπαίνοντας στο σπίτι του, κύλησε το πρώτο δάκρυ από το πρόσωπο του. Κάθισε στο πάτωμα και σκεφτόταν την κατάσταση στην οποία βρέθηκε και προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει το τι ακριβώς είχε γίνει. Δακρυσμένος κατηγορούσε τον εαυτό του. Ήταν δολοφόνος, σκεφτόταν. Αμέσως, έκανε κίνηση να βγάλει τα ρούχα του. Έπρεπε να κάνει ένα μπάνιο, να εξαγνιστεί από αυτή του την πράξη. Γυμνός, έτρεξε προς το μπάνιο, όπου κουρνιάστηκε μες στην μπανιέρα και χάθηκε μες στην υδρόβια γαλήνη του τρεχούμενου νερού. Προσπαθούσε να αδειάσει το μυαλό του, να ξεχάσει. Αλλά οι προσπάθειες του έπεφταν στο κενό. Αναλογιζόταν τα σημερινά γεγονότα και η ψυχή του αδυνατούσε να γαληνεύσει. Όμως το νερό, φαινόταν να τον ηρεμεί σιγά σιγά. Σαν μικρές στάλες θείας τιμωρίας. Αυτό πίστευε πως χρειαζόταν, άλλωστε. Άπλωσε το σώμα του στην γεμάτη νερό μπανιέρα και χάθηκε στο σκοτάδι της σκέψης του, μέχρι που αποκοιμήθηκε.
Το επόμενο πρωί τον βρήκε ξαπλωμένο στον καναπέ του σαλονιού του. Ανοίγοντας τα μάτια του, παρατήρησε μερικά άδεια μπουκάλια, επάνω στο τραπέζι, καθώς και ότι φορούσε μια σκισμένη φόρμα. Τι είχε συμβεί; Πως μεταφέρθηκε από την μπανιέρα στον καναπέ; Μήπως το βράδυ σηκώθηκε, ντύθηκε και πήγε στο σαλόνι να συνεχίσει τον ύπνο του; Πηγαίνοντας προς το μπάνιο, παρατήρησε πως δεν υπήρχε καθόλου νερό στο πάτωμα. Όμως, δε θυμόταν να έκλεισε το νερό χθες το βράδυ. Το σπίτι θα έπρεπε να είχε γεμίσει νερά. Ούτε θυμόταν να έχει αδειάσει την μπανιέρα. Ούτε τα ρούχα του βρίσκονταν στο πάτωμα, μπροστά στην πόρτα, όπου και γδύθηκε. Πολύ περίεργα όλα αυτά. Τότε θυμήθηκε τον άστεγο και το χθεσινό συμβάν. Έτρεξε και άνοιξε την τηλεόραση, να δει μήπως ειπώθηκε κάτι σχετικά με τα χθεσινά. Τίποτα. Σαν να μη συνέβη ποτέ. Ήταν όνειρο; Δεν μπορεί. Ήταν πολύ ρεαλιστικό. Θυμόταν ακόμα την αίσθηση του μαχαιριού στα χέρια του. Τι είχε συμβεί; Είχε τρελαθεί; Ήταν όλα μια ψευδαίσθηση; Δεν μπορεί. Κοιτούσε τα άδεια μπουκάλια στο τραπέζι και σκεφτόταν μήπως ήταν πιωμένος και τα είχε φανταστεί όλα αυτά. Το χθεσινό συμβάν ήταν όνειρο, προϊόν μέθης. Ήταν η πιο εύκολη εξήγηση γι’αυτόν. Αποφάσισε πως χρειαζόταν λίγο αέρα. Οι 4 τοίχοι, ένιωθε πως, τον παγίδευαν. Αδυνατούσαν να του δώσουν πειστικές απαντήσεις. Ντύθηκε πρόχειρα, αλλά πριν φύγει φόρεσε και τη ζακέτα του, για να ξεγελάσει το κρύο.
Ξεκινώντας τη βόλτα του, αποφάσισε να περάσει από το στενάκι, όπου θυμόταν να δίνει τέλος στη ζωή του αστέγου. Περπατώντας εκεί, παρατήρησε λίγους περαστικούς, αλλά κανένα πτώμα. Ούτε ίχνη αίματος στο δρόμο. Η σκέψη, πως ήταν απλά ένα αποκύημα της φαντασίας του, φαινόταν να επιβεβαιώνεται. Για να σιγουρευτεί, ρώτησε τον περιπτερά αν είχε δει κάτι περίεργο ή ασυνήθιστο το πρωί πριν ανοίξει το μαγαζί του. Τα λόγια του επαλήθευσαν τη θεωρία του. Δεν είχε δει τίποτα. Η φαντασία του οργίασε πάλι και αυτή τη φορά είχε ξεπεράσει τη νοητή γραμμή της πραγματικότητας. Δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους του. Όλα αυτά συνέβησαν στο μυαλό του; Ήταν όλα ένα όνειρο;
Με αυτές τις σκέψεις να τον συντροφεύουν, μπήκε σε ένα λεωφορείο, το οποίο έκανε στάση μπροστά του. Δεν κατάλαβε ποια ήταν η διαδρομή του. Αλλά δε φαινόταν να ενδιαφέρεται. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, πρόσεξε ένα πάρκο έξω από τα παράθυρα του λεωφορείου. Κατέβηκε και αποφάσισε να το περπατήσει λίγο. Δεν του φαινόταν οικείο το πάρκο. Αλλά δεν έδωσε και πολλή σημασία στο τι συνέβαινε γύρω του. Κάθισε στο πρώτο παγκάκι που βρήκε και σκεφτόταν. Αυτή τη φορά δε σκεφτόταν αν ήταν όνειρο, αλλά το ίδιο το όνειρο. Τη συζήτηση που έκανε με τον άστεγο. Ταυτόχρονα, αναλογιζόταν τη ζωή του. Πόσο μονότονη ήταν. Πόσο άχρωμη. Το πώς κατέληξε να σιχαίνεται τον εαυτό του. Ένα χαμόγελο άρχισε να ξεπροβάλλει από τα χείλη του, εκείνη τη στιγμή. Αποφάσισε πως αυτό ήταν. Θα αλλάξει. Θα πάψει να ανησυχεί για τη διάρκεια της ζωής του και θα αρχίσει να την απολαμβάνει, όπως έλεγε και ο άστεγος στο όνειρό του. Δεν ήθελε να ζει στον αυτόματο, πλέον. Θα σταματούσε να συμβιβάζεται με πράγματα που δεν του άρεσαν. Αποφάσισε πως ήθελε να ταξιδέψει. Να γυρίσει τον κόσμο. Να γνωρίσει νέους ανθρώπους, ίσως και να βρει την αγάπη.
Αυτές οι επιθυμίες αναδύονταν τόσο απλά στο νου του. Δίχως περιορισμούς. Αυτό το όνειρο συνέβη για καλό. Ήταν μια προειδοποίηση του υποσυνείδητου πως πρέπει να αδράξει τη μέρα. Χαιρόταν γι’ αυτό. Έψαξε στις τσέπες του για τσιγάρο. Ήταν ό,τι πρέπει για την περίσταση. Ξαφνικά αισθάνθηκε ένα κομμάτι χαρτί στην τσέπη της ζακέτας του. Ήταν ένα απόκομμα από τσιγάρα. Τότε θυμήθηκε το όνειρό του. Ένα τέτοιο είχε δώσει στον άστεγο, όταν του ζήτησε να γράψει κάτι. Θυμήθηκε και τα λόγια του αστέγου, τη στιγμή που του το έδινε. «Μην το διαβάσεις ακόμα, παρά μόνο όταν πεθάνω» του είχε πει. Τότε το πρόσωπο του κ. Χ πάγωσε. Μήπως δεν ήταν όνειρο, τελικά; Ξεδίπλωσε το απόκομμα και άρχισε να διαβάζει.

«Χάρηκα που σε γνώρισα. Πάει πολύς καιρός από τότε που έκανα συζήτηση με άλλον άνθρωπο. Μου είχε λείψει. Μοιάζεις καλός άνθρωπος, που απλώς αναζητάς την ουσία στη ζωή σου. Θα την βρεις, πιστεύω. Κι αν δεν την βρεις, βγες και ψάξ’ τη. Θα το ευχαριστηθείς. Άλλωστε, για αυτές τις δυνατές τζούρες υπάρχουμε σε αυτό τον κόσμο. Δεν είσαι δολοφόνος.. Χάρη μου έκανες. Εγώ είμαι δειλός και σε έμπλεξα σε αυτό. Λυπάμαι πολύ. Να ξέρεις πως θα φύγω με χαμόγελο στα χείλη. Σε ευχαριστώ. Τράβα μια δυνατή τζούρα και για μένα»

Ένα δάκρυ κύλησε από τον κ. Χ. Όμως το χαμόγελο δεν έφυγε από τα χείλη του. Συνέχισε να ψάχνει για τσιγάρο, ώσπου βρήκε ένα μισοδιαλυμένο. Το άναψε και τράβηξε μια δυνατή τζούρα. Κατάλαβε πως είχε δίκιο χθες το πρωί. Η χθεσινή ημέρα ήταν μια ημέρα που θα χαρασσόταν για πάντα στη μνήμη του…

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

Για τον Α.Γ.

6 Δεκεμβρίου,
Η νύχτα που δεν ξημερώνει.
Κόκκινη η καρδιά
κλαίει,
Το αίμα σα ρυάκι
ρέει.
Το ρυάκι ρηχό
κυλά,
Μακριά θρήνοι και κραυγές
ουρλιαχτά.

« Ζήσε, ζήσε σε παρακαλώ,
μη φεύγεις ενώ σε κρατώ.
Ζήσε, ζήσε σε παρακαλώ,
μη με αφήνεις μοναχό, κενό.»

Νοσοκομείο Ευαγγελισμός: -Γειά σας, τα νέα μοναδικά.
Πρόλαβε και γλίτωσε μακριά.
Τυχερός ο Λυτρωμένος,
μακάριος κι απελευθερωμένος.

-          Μα πώς;
Ήταν ένα παιδί!
Δεν γνώρισε τη Ζωή,
του έλειπε ο πόνος και η πείρα,
η γνώση μαζί με τον έρωτα και τη σοφία.
Πώς τολμάς
έτσι
και μιλάς;
Μάνα δεν έχεις;
Δεν είχες; Δεν θα γίνεις;

-          Θάνατος για σένα,
κατάρα για τη μάνα,
το φως που γέννησε
η μέθη της εξουσίας το έσβησε.


« Μη. Πάψτε. Αφήστε με.
Να χαθώ. Να χαθώ.
Την Αδικία να ξεχάσω.
Τον κόσμο αυτό.
Καιρό το ήθελα, να ζώ να πάψω.
Μα το θάρρος δεν είχα, μονάχος να το πράξω.
Ας χαθώ. Ας χαθώ.»





« Νεαρέ. Πιθανέ μου αδερφέ.
Προχώρα. Η μνήμη σου τραντάζει όλη τη χώρα.
Όσο υπάρχει αυτή, παντοτινά θα ζεις.
Όσο υπάρχει γραφή, αθάνατος θα μείνεις.
Άσε πια πίσω τη στεναχώρια. Δέξου μια απολογία.
-Συγγνώμη που δεν είμασταν μαζί,
συγγνώμη που δε τη φάγαμε εμείς τη σφαίρα.
Ήρωας μας έγινες, δίχως να το θέλεις.
Θυσία δίχως να το ξέρεις.
Σκανδάλη ο σταυρός σου,
σταυρωμένος μα αθάνατος.
Η μνήμη σου ας είναι η Ανάσταση σου
Ώ Ήρωα μεγάλε,

Ώ Φίλε μικρέ.»

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

Η Γραφομηχανή

οσσχκσαξσαδξκδσφκασ΄΄α φνςσςκ νκσσκλ σακλασΚΛ :

 δας λεν
 
ασδφλκδ
 
μλκάσ

 ασδφνκερξιοπε
ασφδνκφδνμπ[
 
σδφκδφσ οπξκφ  μσπεοξκ  ξ νσε

 πξκφδξδξκφκ

δη
φδοσδ

βγει





Φξθηδνξφφξλσδφγθροιφγδγθδξκγφδιοδεγξφκγτιξρφιρφξδκφξειειρκδ9σικφοασπκδφασφχμψν αβνδοι23θ8234ερσδφν4δσπουτανα7αλες9ροξσδα0πφιρς;εξρθασδθιςειοθ;ς09293θξρρδθεςιρθδςειορθςειερξ2ςεξ;89σεξ;ς8διξσι8δθιςεξοφθεςιφοιξφοςεθςρφ

φδε
ε
ρε
φ
γαμ
ηθ
ηκε
εςφ
ε
φτα
ν6ει
εςρ
εφξδσφ7υψη

ΧΑΛΑΣΕ!

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2015

Δίχως φτερά

Δε φταις εσύ
ψιθύρισα στον εαυτό μου,
με πνίγει η άβυσσος του Εγώ,
μέρα με τη μέρα
φθείρει το κάθε τι καλό,
μέσα μου πιά 
κρύβω κάτι νέο διαφορετικό,
απάνθρωπο, απόκοσμο και τρομακτικό,
Δαίμονας μου το Εγώ.

Δε φταις εσύ
φώναξα αυτή τη φορά,
έκρυβες μέσα σου συναισθήματα αγνά
-ίσως χαμένα από παλιά-
ήλπιζες να τα ανακαλύψεις ξανά,
τον Δαίμονα δεν τον ενδιαφέρουν αυτά. 

Φταις εσύ,
ούρλιαζα πιά,
έκανες λάθος επιλογή
χάθηκες σε μια γη άγνωστη
μη περατή,
αισθάνθηκες συναισθήματα νεκρά,
ξεχασμένα από παλιά,
αφέθηκες σε αυτά,
να σε πάρουν μακριά.
Μα πέταξες δίχως φτερά.


Και μη λησμονάς,
ο κάθε θάνατος που γεννάς
σε κάνει λιγότερο ν' αγαπάς.

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

Ξημερώνει.

Η ώρα δυο τα μεσάνυχτα, δυο άνθρωποι ρακένδυτοι, πεινασμένοι και άστεγοι κυκλοφορούν στην αγκαλιά του δρόμου, με τις σταγόνες τις βροχής, αργά αργά, να τους συνοδεύουν.
Ο ένας ονομάζεται Βιτσένζο και ο άλλος Δάντης. Ο Βιτσένζο πλέον στα 50 του κουρασμένος από τη ζωή μα ακόμα γεμάτος διάθεση. Ο Δάντης νεότερος γύρω στα 25 αγανακτεί και παραπονιέται με το παραμικρό.

Βιτσένζο – Βρέχει!
Αγανακτεί ο Δάντης και παίρνει μια βαθιά ανάσα προετοιμάζοντας την απάντηση του.
Δάντης – Μα γιατί μας βρέχει πάλι;
Βιτσένζο – Δε ξέρω μάλλον μας δοκιμάζει.
Δάντης – Άλλη δουλειά δεν έχει, να παίζει πάλι μαζί μάς;
Βιτσένζο – Μη ρωτάς εμένα όσα γνωρίζω, γνωρίζεις.

Ακολουθήσαν μερικά λεπτά σιωπής και ύστερα ο Δάντης μη μπορώντας να συγκρατηθεί συνέχισε από εκεί που είχαν μείνει.

Δάντης – Κάπως πρέπει να σταματήσει αυτή η τρέλα δεν συμφωνείς;
Βιτσένζο – Ποια τρέλα; Δεν σε καταλαβαίνω.
Δάντης – Αυτή που βρισκόμαστε εμείς άστεγοι και περιπλανώμενοι, στολισμένοι με την πείνα και τη δίψα στους δρόμους, όπου πολυτελή αυτοκίνητα τρέχουν με ταχύτητες αδιανόητες ακόμα και για το μάτι.
Βιτσένζο – Χαχαχα, αστείο δεν είναι;
Δάντης – Γελάς, τι να κάνεις, εφόσον βρίσκεσαι σε ένα φαύλο κύκλο τρέλας, θα γελάς, τι θα κάνεις.

Ακολούθησε μια ώρα σιωπής όποτε και οι δυο τους παρατηρούσαν γύρω τους τα αυτοκίνητα, τα οποία πιο ψυχρά ακόμα και από το κρύο τους προσπερνούσαν σαν να ήταν το τίποτα του πλανήτη. Κανένα ενδιαφέρον, καμία αλληλεγγύη, ούτε ίχνος ανθρωπιάς. Μα που, πότε πώς χάθηκαν όλα αυτά, κανείς από τους δυο ήρωες μας δε μπορούσαν να αντιληφθούν. Πάνω που τα σκεφτόντουσαν αυτά μια έκπληξη εκφρασμένη από τα χείλη του Δάντη άλλαξε την ατμόσφαιρα.

Δάντης – Ε όχι, μας δουλεύει πάλι. Μα χιόνι; Δεν έχει κάτι καλύτερο να ρίξει; Μας καταριέται; Είναι σαν να μας λέει εσείς διψάτε αλλά το νερό εγώ το παγώνω κιόλας.
Βιτσένζο – Μη στεναχωριέσαι όλα έχουν το λόγο και την αιτία τους.
Δάντης – Ναι αν συνεχίσει έτσι σε λίγο η πείνα και η δίψα θα έχουν σοβαρό λόγο να ανησυχούν, ότι το κρύο θα μας θάψει πρώτο.
Βιτσένζο – Χέχ ειρωνεία ε;
Δάντης – Τι εννοείς γέρο;
Βιτσένζο – Άλλοι φοβούνται μην πεθάνουν από ένα αίτιο, ενώ εμάς μας κυνηγούν τρία και δε μας πιάνουν.
Δάντης – Ειρωνικό, ναι. Πρέπει να σε πείραξε το κρύο, θα σου δώσω κάτι μα μην αντιδράσεις υπερβολικά με μέτρο πάνω από όλα.

Βγάζει ο Δάντης από το ξεσκισμένο καφέ παλτό του μια σακούλα μέσα στην οποία είχε τυλίξει ένα μπουκαλάκι Vodka.

Βιτσένζο – Χά Vodka. Κρυμμένη την είχες; Διαολάκο!
Δάντης – Από σένα ναι.
Βιτσένζο – Αχχ, δεν είναι υπέροχη η γεύση της όπως καίει το λαιμό; Σαν να σε ξυπνάει απότομα από το λήθαργο.
Δάντης – Ποιόν λήθαργο, το έχασες πάλι;
Βιτσένζο – Αυτόν που βρισκόμαστε καθημερινά.
Δάντης – Δε σε καταλαβαίνω, φέρε να πιο μια γουλιά μπας και πιάσω τίποτα από αυτά που λες.

Ένα χαμόγελο στόλισε τα χείλη και των δυο. Μα πώς, μπορούσαν άνθρωποι να είναι ευτυχισμένοι σε τέτοιες άθλιες καταστάσεις; Μήπως άνθρωποι σε τέτοιες καταστάσεις  ξέρουν καλύτερα από όλους να εκτιμούν τις μικρές χαρές, τις οποίες οι περισσότεροι έχουν συνηθίσει και αδυνατούν πλέον να εκτιμήσουν; Οι δύο μας ήρωες, ακριβώς επειδή δεν έχουν τίποτα, μάθανε να εκτιμούν τα 
πάντα.

Δάντης – Τι λες να κάνουμε παππού, το κρύο δε λέει να σταματήσει.
Βιτσένζο – Ας κοιμηθούμε, δε συμφωνείς;
Δάντης – Με τέτοιο κρύο αδιανόητο, αλλά ας προσπαθήσουμε.
Βιτσένζο – Ξάπλωσε δίπλα μου να είναι πιο ζεστά.
Δάντης – Εντάξει.

Ενώ προσπαθούσαν οι ήρωες μας να κοιμηθούν μπορούσε κανείς να αντιληφθεί από τα πονεμένα πρόσωπα τους τι ένιωθαν και τι σκεπτόντουσαν.

Βιτσένζο – ( Μα γιατί βήχει έτσι Θεέ μου; Μην τον πάρεις απόψε σε ικετεύω, είναι νέος ακόμα, πάρε εμένα στη θέση του.)
Δάντης – ( Γκχ γκχ, κατάρα! Αυτός ο βήχας θα με σκοτώσει σήμερα, το αισθάνομαι γκχ γκχ. ΦΦΦ και ποιος θα προσέχει τότε το γέρο μου;)

Ξημερώνει.

Δάντης – Γκχ γκχ, ξύπνα γέρο.
Γέρο; Ελα ξύπνα ξημέρωσε μας περιμένει άλλη μια διαδρομή προς τη ζωή. Τον γύρισε, τον κοίταξε, τα έχασε. Ο Βιτσένζο ήταν νεκρός.
Δάντης – Καταραμένε, άκαρδε, απάνθρωπε, μα γιατί τι σου έφταιξε ο γερούκος μου; Μήπως χαρήκαμε παραπάνω από το επιτρεπτό όριο και σε πείραξε;
Δάντης – Εμένα έπρεπε να πάρεις, γιατί το γέρο μου;

Τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν δίχως επιστροφή, κι ο ήλιος άρχισε να λαμπυρίζει.
Περίεργες συμπτώσεις συνοδεύουν τη ζωή.





Όσο η πένα μου έχει μελάνι,
τα χέρια μου δάχτυλα,
και το σώμα μου καρδιά,
υπόσχομαι κάθε μου γραμμή,
τον πόνο του ανθρώπου να υπηρετεί.