Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

Ξημερώνει.

Η ώρα δυο τα μεσάνυχτα, δυο άνθρωποι ρακένδυτοι, πεινασμένοι και άστεγοι κυκλοφορούν στην αγκαλιά του δρόμου, με τις σταγόνες τις βροχής, αργά αργά, να τους συνοδεύουν.
Ο ένας ονομάζεται Βιτσένζο και ο άλλος Δάντης. Ο Βιτσένζο πλέον στα 50 του κουρασμένος από τη ζωή μα ακόμα γεμάτος διάθεση. Ο Δάντης νεότερος γύρω στα 25 αγανακτεί και παραπονιέται με το παραμικρό.

Βιτσένζο – Βρέχει!
Αγανακτεί ο Δάντης και παίρνει μια βαθιά ανάσα προετοιμάζοντας την απάντηση του.
Δάντης – Μα γιατί μας βρέχει πάλι;
Βιτσένζο – Δε ξέρω μάλλον μας δοκιμάζει.
Δάντης – Άλλη δουλειά δεν έχει, να παίζει πάλι μαζί μάς;
Βιτσένζο – Μη ρωτάς εμένα όσα γνωρίζω, γνωρίζεις.

Ακολουθήσαν μερικά λεπτά σιωπής και ύστερα ο Δάντης μη μπορώντας να συγκρατηθεί συνέχισε από εκεί που είχαν μείνει.

Δάντης – Κάπως πρέπει να σταματήσει αυτή η τρέλα δεν συμφωνείς;
Βιτσένζο – Ποια τρέλα; Δεν σε καταλαβαίνω.
Δάντης – Αυτή που βρισκόμαστε εμείς άστεγοι και περιπλανώμενοι, στολισμένοι με την πείνα και τη δίψα στους δρόμους, όπου πολυτελή αυτοκίνητα τρέχουν με ταχύτητες αδιανόητες ακόμα και για το μάτι.
Βιτσένζο – Χαχαχα, αστείο δεν είναι;
Δάντης – Γελάς, τι να κάνεις, εφόσον βρίσκεσαι σε ένα φαύλο κύκλο τρέλας, θα γελάς, τι θα κάνεις.

Ακολούθησε μια ώρα σιωπής όποτε και οι δυο τους παρατηρούσαν γύρω τους τα αυτοκίνητα, τα οποία πιο ψυχρά ακόμα και από το κρύο τους προσπερνούσαν σαν να ήταν το τίποτα του πλανήτη. Κανένα ενδιαφέρον, καμία αλληλεγγύη, ούτε ίχνος ανθρωπιάς. Μα που, πότε πώς χάθηκαν όλα αυτά, κανείς από τους δυο ήρωες μας δε μπορούσαν να αντιληφθούν. Πάνω που τα σκεφτόντουσαν αυτά μια έκπληξη εκφρασμένη από τα χείλη του Δάντη άλλαξε την ατμόσφαιρα.

Δάντης – Ε όχι, μας δουλεύει πάλι. Μα χιόνι; Δεν έχει κάτι καλύτερο να ρίξει; Μας καταριέται; Είναι σαν να μας λέει εσείς διψάτε αλλά το νερό εγώ το παγώνω κιόλας.
Βιτσένζο – Μη στεναχωριέσαι όλα έχουν το λόγο και την αιτία τους.
Δάντης – Ναι αν συνεχίσει έτσι σε λίγο η πείνα και η δίψα θα έχουν σοβαρό λόγο να ανησυχούν, ότι το κρύο θα μας θάψει πρώτο.
Βιτσένζο – Χέχ ειρωνεία ε;
Δάντης – Τι εννοείς γέρο;
Βιτσένζο – Άλλοι φοβούνται μην πεθάνουν από ένα αίτιο, ενώ εμάς μας κυνηγούν τρία και δε μας πιάνουν.
Δάντης – Ειρωνικό, ναι. Πρέπει να σε πείραξε το κρύο, θα σου δώσω κάτι μα μην αντιδράσεις υπερβολικά με μέτρο πάνω από όλα.

Βγάζει ο Δάντης από το ξεσκισμένο καφέ παλτό του μια σακούλα μέσα στην οποία είχε τυλίξει ένα μπουκαλάκι Vodka.

Βιτσένζο – Χά Vodka. Κρυμμένη την είχες; Διαολάκο!
Δάντης – Από σένα ναι.
Βιτσένζο – Αχχ, δεν είναι υπέροχη η γεύση της όπως καίει το λαιμό; Σαν να σε ξυπνάει απότομα από το λήθαργο.
Δάντης – Ποιόν λήθαργο, το έχασες πάλι;
Βιτσένζο – Αυτόν που βρισκόμαστε καθημερινά.
Δάντης – Δε σε καταλαβαίνω, φέρε να πιο μια γουλιά μπας και πιάσω τίποτα από αυτά που λες.

Ένα χαμόγελο στόλισε τα χείλη και των δυο. Μα πώς, μπορούσαν άνθρωποι να είναι ευτυχισμένοι σε τέτοιες άθλιες καταστάσεις; Μήπως άνθρωποι σε τέτοιες καταστάσεις  ξέρουν καλύτερα από όλους να εκτιμούν τις μικρές χαρές, τις οποίες οι περισσότεροι έχουν συνηθίσει και αδυνατούν πλέον να εκτιμήσουν; Οι δύο μας ήρωες, ακριβώς επειδή δεν έχουν τίποτα, μάθανε να εκτιμούν τα 
πάντα.

Δάντης – Τι λες να κάνουμε παππού, το κρύο δε λέει να σταματήσει.
Βιτσένζο – Ας κοιμηθούμε, δε συμφωνείς;
Δάντης – Με τέτοιο κρύο αδιανόητο, αλλά ας προσπαθήσουμε.
Βιτσένζο – Ξάπλωσε δίπλα μου να είναι πιο ζεστά.
Δάντης – Εντάξει.

Ενώ προσπαθούσαν οι ήρωες μας να κοιμηθούν μπορούσε κανείς να αντιληφθεί από τα πονεμένα πρόσωπα τους τι ένιωθαν και τι σκεπτόντουσαν.

Βιτσένζο – ( Μα γιατί βήχει έτσι Θεέ μου; Μην τον πάρεις απόψε σε ικετεύω, είναι νέος ακόμα, πάρε εμένα στη θέση του.)
Δάντης – ( Γκχ γκχ, κατάρα! Αυτός ο βήχας θα με σκοτώσει σήμερα, το αισθάνομαι γκχ γκχ. ΦΦΦ και ποιος θα προσέχει τότε το γέρο μου;)

Ξημερώνει.

Δάντης – Γκχ γκχ, ξύπνα γέρο.
Γέρο; Ελα ξύπνα ξημέρωσε μας περιμένει άλλη μια διαδρομή προς τη ζωή. Τον γύρισε, τον κοίταξε, τα έχασε. Ο Βιτσένζο ήταν νεκρός.
Δάντης – Καταραμένε, άκαρδε, απάνθρωπε, μα γιατί τι σου έφταιξε ο γερούκος μου; Μήπως χαρήκαμε παραπάνω από το επιτρεπτό όριο και σε πείραξε;
Δάντης – Εμένα έπρεπε να πάρεις, γιατί το γέρο μου;

Τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν δίχως επιστροφή, κι ο ήλιος άρχισε να λαμπυρίζει.
Περίεργες συμπτώσεις συνοδεύουν τη ζωή.





Όσο η πένα μου έχει μελάνι,
τα χέρια μου δάχτυλα,
και το σώμα μου καρδιά,
υπόσχομαι κάθε μου γραμμή,
τον πόνο του ανθρώπου να υπηρετεί.

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015

Πες μου, τους ακούς;

Κάτω απ'το σκοτεινό πέπλο του χειμώνα ουρλιάζουν,
τους ακούς;

Τους ακούς;
Μες τη πεινα ο,τι κι απ'οπου βρούν τ'αρπάζουν,
χαμμένοι σε δρόμους και σκέψεις,
απ'τα κλάμματα πλαντάζουν.

Τους ακούς;
Μέσα σε όνειρα παλιά,
πνίγονται σιγά σιγά.
Τους ακούς;
Μνήμες γλυκές τους κυνηγούν,
θηλιές στο λαιμό τους να γίνουν.
....
Τους ακους; Τους ακούς;
ΤΟΥΣ ΑΚΟΥΣ?

Κοίτα, σε ικετεύω, να τους ακούς.