Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Αόρατος Μανδύας

Αόρατος Μανδύας


Κυκλοφορώ στους δρόμους
με τον αόρατο μου –πάντα- μανδύα,
αντικρύζω εικόνες που λίγοι βλέπουν,
πολλοί αισθάνονται – μα περισσότεροι αδιαφορούν.
Βλέπω τοίχους,
γκρεμισμένους ( μ’ όνειρα ανθρώπων θαμμένους)
Ανθρώπους,
που πονούν μα δεν κραυγάζουν,
διότι απλά πλέον δε μπορούν.
Βλέπω μητέρες,
μητέρες που σπαράζουν,
γιατί τα σπλάχνα τους πεινασμένα αγκαλιάζουν.
Περνώ από εκκλησίες,
(ποιες εκκλησίες; - οίκοι συγκέντρωσης απελπισμένων)
στις οποίες βλέπω νεκρούς,
-ακόμα και ζωντανούς-
νεκρούς που όλο και περισσότεροι ξεχνούν.

Περπατώ στα στενά
λιγότερα να παρατηρώ,
μα και εκεί υπάρχουν εικόνες.
Σβήνω αργά αργά το φως,
κλείνω τα μάτια μου… μα ΟΧΙ!
ΝΑ μία ελπίδα
Τρέχει
ένα παιδί που Γελά και Παίζει.
Δεν καταλαβαίνει από δρόμους στενά και μονοπάτια,
απλά τρέχει : Απολαμβάνει τη πορεία δίχως προορισμό;


Η μήπως τρέχει να σωθεί;