Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Το φως, στο σκότος μου



Σ’ ένα δωμάτιο σκοτεινό, χωρίς μια ηλιαχτίδα
ήταν η σκέψη σου λαμπρή, σαν φωτεινή πυξίδα
είχες μια σπάνια μορφή, θεσπέσια σε είδα
αν σ’ είχα πιάσει γκόμενα, δε θα ‘σουν παλλακίδα

Θα ‘σουν μία ιέρεια κι εγώ ακόλουθος σου,
και το κρεβάτι σου καημός κι εγώ το γιατρικό σου
Θα ‘σουν η Ιουλιέτα μου κι εγώ θα ‘μουν Ρωμαίος,
θα τα περνούσαμ’ όμορφα κι ας μην είμαι μοιραίος

Εσύ όμως δεν είσαι δω, είσαι μόνο στο νου μου
κι ο πόνος έγιν’ έντονος του δεξιού χεριού μου
σήμερα που σε σκέφτομαι, έλα λίγο στο πλάι,
να φτάσουμε στα σύννεφα, με στάση στη Χαβάη.

Η όψη απομακρύνεται, χάνεται σαν αέρας,
μένει το σκότος μόνο του, φεύγει το φως της μέρας
θα μείνεις μια ανάμνηση, στα στήθια μαχαιριά,
και θα ‘χω χέρια στο νάρθηκα από τη μοναξιά.

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016

Το πορτραίτο

Από πάντα
ζήλευα
όσους σχεδίαζαν,
όσα βλέπαν και
θαυμάζαν
όσα αγαπούσαν
και είχαν το ταλέντο
να το
αποτυπώσουν κάπου
και να το
έχουν μαζί τους
πάντοτε και παντού.

Αποφάσισα έτσι,
κάποια
μέρα,
να σχεδιάσω
και εγώ
το καημό μου
το θηλυκό.


Σχεδίασα έτσι,
το
πρόσωπο σου,
όμορφο και
ροδαλό,
το
κορμί σου,
στητό,
ζωντανό, καμπυλοτό.
Σχεδίασα τα
ματάκια σου,
τη
μυτούλα σου,
τα πόδια σου,
το στήθος σου,
τη κοιλιά σου.

Σε σχεδίασα
ολόκληρη,
θεσπέσια,
νεραϊδένια
όπως είσαι
να σε σβήσω.

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

Από το παράθυρο



Έξω απ’ το παράθυρο, στο φως που ξεπροβάλλει
Είδα εσέ να στέκεσαι με ομορφιά και χάρη
Τι ήταν αυτό που ένιωσα, τι να ΄τανε στ’ αλήθεια;
Μήπως ζούσα σε όνειρο, μήπως σε παραμύθια;

Χαστούκισα την μούρη μου, να δω άμα κοιμάμαι,
μα η χαστούκα πόνεσε, με πόνεσε θυμάμαι.
Μα δεν πειράζει σκέφτηκα, δε μ’ ένοιαζε ο πόνος
Καλύτερα να με πονάς, παρά να είμαι μόνος

Σε είδα που περπάταγες, κρατούσες δυο σακούλες
Ήσουν με δύο φίλες σου, που έμοιαζαν με τσούλες
Μα δε με πείραξε αυτό, ήσουν γλυκιά κι ωραία,
Αχ… έλα με τις φίλες σου να κάνουμε παρέα

Λαχτάρησα, αναθάρρησα κι έτσι πήρα κουράγιο,
γιατί οι τρεις κορμάρες σας κολάζανε και άγιο
Σας ζήτησα να έρθετε να δούμε μια ταινία,
να δω το φως τ’ αληθινό να φύγ’ η αγαμία

Οι φίλες σου ξενέρωσαν, είπαν είμαι γουρούνι
νομίζανε πως ήθελα να πιάσουν το σαπούνι
Εσύ όμως μου γέλασες, με μάτια λαμπερά
Κι είχες κι ένα χαμόγελο που σκότωνε θεριά

Παράτησες τις φίλες σου, μου ‘κανες το χατήρι,
και πήδηξες σαν αίλουρος, από το παραθύρι
Και άρχισες να γδύνεσαι κι έκανα μπανιστήρι,
Τότε όμως σε σκότωσε το παλιοξυπνητήρι

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016

Πρωτοχρονιά

Στα σύνορα
καθόμουν,
στην άκρη
του κόσμου.
Παρατηρούσα
την Αυγή
και
τη Δύση,
το Εχτές
και
το Σήμερα,
τη Γέννηση
και
το Θάνατο,
την Αγάπη
και
το Μίσος,
το Μπείκον
και
τα Αυγά,
τη Σοκολάτα
και
τα Μπισκότα,
το Καφέ
χωρίς Ζάχαρη (όχι και χωρίς Ζάχαρη)
και
ένα μάτσο
σύννεφα.

Ήταν Πρωτοχρονιά γαμώτο.