Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

Λαχταρώντας του Έρωτα τα Βέλη!

Πόσο όμορφη και γλυκιά,
ήταν η θάλασσα κείνη τη βραδιά.
Η αμμουδιά χρυσαφένια,
κι σελήνη ασημένια
έλουζε με το χρώμα της
εσένα μ'εμένα.

Τα βλέμματα ασυγκράτητα,
επιθυμούσαν κάτι το παραπάνω,
το γνωρίζαμε κι δυο,
μα δεν ήταν γραφτό.
Η μοίρα δεν το'χε ορίσει.

Για μια στιγμή,
έκλεισα τα μάτια μου,
μιαν ευχή να κάνω:
"Ας μείνουμε οι δυο μας,
Ω Ουρανέ καταγάλανε και τρανέ!
Ο χρόνος να χαθεί σε παρακαλώ,
μπρος στο άγγιγμα που ποθώ!
Ω Ουρανέ παντοδύναμα μαγικέ!"

Άνοιξα τα μάτια μου,
κι όλα είχαν πλέον χαθεί,
η αμμουδιά είχε χρώμα καφετί,
κι σελήνη μου 'μοιαζε άχρωμα λευκή.

Κοίταξα γύρω μου,
το βλέμμα της λαχταρώντας,
κι έπαψα να ελπίζω.
Έπαψα να ονειρεύομαι,να λαχταρώ,
έπαψα να εύχομαι,να επιθυμώ.

Ο Έρωτας ο καταραμένος,
με τα βέλη του αγκαλιά,
είχε φτερουγίσει μακριά.

Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

Σχιζοφρένεια θετικής κατεύθυνσης


Σηκώθηκε από το σχήματος ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου κρεβάτι του και κοίταξε το συμμετρικό του σχήμα στον καθρέφτη. Τα σχήματος έλλειψης μάτια του με τους ομόκεντρους κύκλους μέσα τους και τα παραβολικά φρύδια ήταν ακόμα κόκκινα. Με το νερό ένιωσε τη ζωντάνια να αυξάνει μέσα του εκθετικά και μονολόγησε «έστω ότι όλα πάνε καλά». Έφτιαξε τα μαλλιά του με το κυλινδρικού σχήματος τζελ ώστε να είναι παράλληλα στον άξονα των y και ντύθηκε φορώντας το πλυμένο με Roll αγαπημένο του πουκάμισο που είχε οριζόντιες παράλληλες ευθείες που τέμνονταν από άλλες κατακόρυφες παράλληλες ευθείες έτσι ώστε να σχηματίζουν ένα μεγάλο πλήθος απειροστών τετραγώνων. Ακολούθησε,στη συνέχεια το νοητό διάνυσμα που είχε κατεύθυνση προς την έξοδο του πρισματικού σπιτιού του.

Σήμερα η καμπύλη της διαδρομής του θα είχε τουλάχιστον ένα σημείο τομής με αυτήν της Νεφέλης και η περιοδική συνάρτηση των χτύπων της καρδιάς του είχε μεγαλύτερα κατά απόλυτη τιμή τοπικά ακρότατα από το κανονικό. Η αγάπη του γι αυτήν έτεινε προς το συν άπειρο. Όμως μέχρι τώρα η διμελής σχέση τους απείχε από το να είναι αρμονική. Η πρόοδος της σχέσης ήταν αριθμητική με πολύ μικρή διαφορά, ενώ αυτός θα την ήθελε γεωμετρική με λόγο θετικό. Υπήρχαν αρκετές ασυνέχειες αλλά και πολλά σημεία καμπής. Όταν έβλεπε τις συμμετρικές καμπύλες της αισθανόταν τη συνάρτησή του γνησίως αύξουσα και ήθελε πολύ να ολοκληρώσει τη σχέση του. Όμως αυτή δεν δεχόταν καθώς ισχυριζόταν ότι ήταν ακόμα συνάρτηση κάτω φραγμένη και έτσι αρκούνταν σε εξωτερικές εφαπτόμενες που αργότερα τον οδηγούσαν σε ανακλαστική σχέση.

Επειδή υπήρχε χρονική απόκλιση από το σημείο τομής των τροχιών, θέλησε να διαγράψει ένα ημικύκλιο καθώς τελευταία είχε στραφεί στον εσωτερικό του κόσμο και δεν επιθυμούσε να συναντήσει παλιούς γνωστούς του σήμερα.Άλλωστε η κατανομή του νέφους των ανθρώπων ήταν πιο πυκνή στο κέντρο της πλατείας. Και τότε αυτό το οποίο απεικονίστηκε στα μάτια του, του προκάλεσε έντονη επιθυμία να λάβει το αλκαλοειδές κωνειίνη. Είδε σε ένα παγκάκι τη Νεφέλη σε συμφωνία φάσης με τον Αλέξανδρο, τον καλύτερο φίλο του. Τα σώματα τους εφάπτονταν, τα χείλη τους τέμνονταν και τα χέρια τους σχημάτιζαν ομόκεντρους κύκλους. Ένιωσε το φώς του να μειώνεται εκθετικά και άρχισε να τρέχει εφαπτομενικά του ημικυκλίου. Όμως η εφαπτομένη αυτή της τροχιάς του τέμνονταν από την ευθεία του δρόμου στον οποίο εκείνη τη στιγμή κινιόταν με σταθερή ταχύτητα ένα αυτοκίνητο. Η κρούση έγινε σε απειροστό χρόνο dt και οι αισθήσεις του έγιναν μηδενικές. Αισθάνθηκε οριζόντια μεταφορά και είδε για λίγο την πινακίδα «Del’hospital». Ξανασυνήλθε για λίγο και είδε σε μια οθόνη την ημιτονοειδή καμπύλη να μειώνεται διαρκώς μέχρι που ταυτίστηκε με τον άξονα των x. Και τότε όλα έγιναν ένα λευκό φώς και από το βάθος ακούστηκε μια τρομερή φωνή: "καλώς όρισες στο πλήν άπειρο". Όμως, τότε του εφαρμόστηκε μια τάση που επανέφερε την ημιτονοειδή καμπύλη συνοδευόμενη από μια διαφορετική φωνή: "καλώς ήρθες πίσω στο R".

Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

Περί διαλόγου



     Ο διάλογος αποτελεί σημαντικότατο στοιχείο αφενός για την επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων και αφετέρου για την ενασχόληση με σοβαρά ζητήματα όπου απαιτείται αρμονικός συνδυασμός  απόψεων και ιδεών. Ήδη από την αρχαιότητα αναγνωρίζεται η αξία του καθώς πληροφορούμαστε για την ύπαρξη της Εκκλησίας του Δήμου στην αρχαία Αθήνα, την ανάπτυξη της ρητορικής και της φιλοσοφίας και κυρίως την επικράτηση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αυτή λοιπόν την αξία επιθυμώ κι εγώ να τονίσω και να υπενθυμίσω σε τούτο το κείμενο επιτρέποντας, φυσικά, σε κάθε αναγνώστη να διαφωνήσει ή να συμφωνήσει και να εκφράσει τις δικές του ιδέες επί του θέματος.
    
     Διάλογος σημαίνει τροφή για σκέψη, έμπνευση, έκφραση ιδεών και αναζήτηση της αλήθειας. Τροφή για σκέψη διότι οι συμμετέχοντες στο διάλογο καλούνται να κατασκευάσουν επιχειρήματα, να παραθέσουν παραδείγματα και αντιπαραδείγματα, να διαφωνήσουν ή να συμφωνήσουν τεκμηριωμένα. Αυτό λοιπόν αναμφισβήτητα προϋποθέτει συνθετική σκέψη και κριτική ικανότητα. Και αν τυχόν κάποιος βρεθεί σε θέση που είναι ανήμπορος να απαντήσει, προβληματίζεται και εμπνέεται καθώς βλέπει το ίδιο ζήτημα από μια νέα διαφορετική οπτική γωνία που δεν είχε ανακαλύψει και του την προσφέρει τώρα ο συνομιλητής. Παράλληλα οι διαλεγόμενοι, ερχόμενοι σε επαφή με άλλες ιδέες και εμπειρίες, διαπιστώνουν ότι βελτιώνονται και μορφώνονται, αφήνοντας στην άκρη δογματισμούς και μισαλλοδοξίες. Εξάλλου η πειθώ στην οποία ασκούνται δεν επιτρέπει την καλλιέργεια τέτοιων αφοριστικών στάσεων. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι τελικά η προσέγγιση της αλήθειας, η εύρεση της καλύτερης – κατά περίπτωση – λύσης στα ζητήματα που απασχολούν τους διαλεγόμενους και βέβαια η ενίσχυση των δεσμών στις διαπροσωπικές σχέσεις.
    
     Βέβαια, όσα αναφέρθηκαν παραπάνω είναι δυνατόν να επιτευχθούν με το διάλογο μόνο όταν οι συμμετέχοντες είναι έτοιμοι να ωφεληθούν από αυτόν, όταν θέτουν το διάλογο ως μέσο για επικοινωνία, αλληλεπίδραση και ανταλλαγή ιδεών και στην περίπτωση που θυσιάζουν εγωισμούς και προκαταλήψεις στο βωμό του  γόνιμου διαλόγου.

     Για το τέλος άφησα την εξής εικόνα: Φανταστείτε ένα νυχτερινό τοπίο όπου το φως του φεγγαριού θα μπορούσε να θεωρηθεί αμελητέο. Φανταστείτε επίσης έναν άνθρωπο να κρατά διστακτικά ένα φακό προσπαθώντας να προσδιορίσει το σχήμα και την όψη μιας γιγάντιας σφαίρας που βρίσκεται μπροστά του. Το φως που εκπέμπει ο φακός καλύπτει μια μικρή επιφάνεια που όμως δεν είναι αρκετή για να αποκαλύψει ακριβώς τα χαρακτηριστικά της σφαίρας. Και εδώ γεννώνται τα ερωτήματα: Δεν θα ήταν πιο εύκολο αν όχι μόνο ένας αλλά περισσότεροι φώτιζαν το ίδιο αντικείμενο; Δεν θα αρκούσε το φως των φακών πολλών ανθρώπων για να σχηματίσουν σαφέστερη αντίληψη (αν όχι πλήρη) σχετικά με το αντικείμενο; Σίγουρα θα υπάρχουν κι εκείνοι που αδυνατούν (;) να στοχεύσουν σωστά με το φακό τους αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Άραγε , αξίζει η προσπάθεια;

Υ.Γ: Περί διαλόγου μπορούν να γίνουν πολλοί διάλογοι, εγώ όμως έχω μόνο ένα φακό …

Κυριακή 5 Μαΐου 2013

Φοίβος

Το διήγημα αυτό είναι του Δημήτρη Μουρούλη (http://dimitris.webgalaxy.gr/diigima-foivos.php). Το δημοσιεύω κυρίως για δύο λόγους. Καταρχάς, είναι μια εξαιρετική ευκαιρία για να προβληματιστούμε και να αναθεωρήσουμε σχετικά με τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε μερικές καταστάσεις. Επιπλέον, είναι από τα πρώτα διηγήματα που διάβασα και μου δημιούργησε το ενδιαφέρον και την επιθυμία για τη συγγραφή.

Η τελευταία του ελπίδα βρίσκεται μπροστά του κατατροπωμένη. Το βλέπει στα μάτια όλων. Μια τραγική σιωπή, ειρωνεία ή στην καλύτερη περίπτωση, αμήχανη συγκατάβαση του ξεσχίζει ό,τι είχε απομείνει απ' την τραυματισμένη αξιοπρέπειά του. Σηκώνεται σφιγμένα προσπαθώντας να μην δακρύσει και βγαίνει απ' το δωμάτιο. Η Χριστίνα τρέχει να τον προλάβει.

–Δεν ήταν τόσο άσχημο, του λέει άτσαλα.

–Δε με παρατάς ρε Χριστίνα; Τόσο ηλίθιο με θεωρείτε πια; Εντάξει. Αηδία ήταν.

Κατεβαίνει βιαστικά τις σκάλες, παραπατά και κουτρουβαλάει λίγα σκαλοπάτια, πριν βγει έξω χτυπώντας με δύναμη την πόρτα.


Τρέχει μεσ' στο δάσος στα τυφλά. Είναι νύχτα αλλά δεν τον νοιάζει και να χαθεί. Θέλει να χαθεί. Θέλει να τους χάσει όλους. Δεν είναι κι η πρώτη φορά, αλλά τώρα δεν θ' αφήσει τη μοναξιά να τον λυγίσει. Άλλωστε δεν υπάρχει πια λόγος. Να γυρίσει σε ποιους;

Κάθεται στα πεσμένα φύλλα. Ευτυχώς έχει ημισέληνο και βλέπει κάπως. Τα υγρά φύλλα λαμπυρίζουν στο φως του φεγγαριού λες και το δάσος είναι στολισμένο. Θα ψιχάλισε φαίνεται. Προσπαθώντας, ίσως, να ξεχαστεί, αρχίζει να διαβάζει τις μορφές που πλάθει ο χνώτος του. Παρακολουθεί τον ατμό να χάνεται και ζηλεύει. Να μπορούσε κι αυτός να σκορπιστεί στον αέρα, ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων που τον σκέπαζαν... Άδικη η ζωή. Δεν του 'δωσε καν τα προνόμια ενός σταγονιδίου ομίχλης. Τουλάχιστον τώρα μπορεί να διαιστανθεί την ελευθερία τους ακολουθώντας τα πρώτα εκατοστά του ταξιδιού τους. Ελευθερία, τώρα, είναι το να μη σε ξέρουν.

Δεν θέλει να τον αναζητήσουν. Σηκώνεται να συνεχίσει μα σταματά απότομα. Κάτι κινείται στο σκοτάδι. Κοκαλώνει...Αργεί και με όλες του τις αισθήσεις, διερευνά το τοπίο...

–Μπα, ιδέα μου θα 'ταν...

Αρχίζει να προχωρά, διστακτικά στην αρχή. Η λογική προσπαθεί να τον καθησυχάσει: Δεν βρίσκεται σε σαβάνα και οι λύκοι συνήθως φοβούνται τον άνθρωπο. Σχεδόν πάντα δηλαδή... αρκεί να μην πεινούν υπερβολικά...και να μην είναι κάνα μεγάλο κοπάδι...

Σταματάει, κάνει να γυρίσει πίσω αλλά παγώνει τρομοκρατημένος: κάτι κινείται πάλι: Τώρα το βλέπει καθαρά. Δεν μπορεί να βγάλει άχνα. Δεν μπορεί καν να σκεφτεί: Το βλέμμα του, καρφωμένο στη μορφή που ξεπροβάλλει απ' τους θάμνους.

–Ποιος είσαι; προσπαθεί να ψελλίσει, μα δεν έχει φωνή. Πνιγερή σιωπή. Ο άγνωστος επισκέπτης παρατηρεί ακίνητος τώρα, ανησυχητικά προσηλωμένος.

Ο Στέφανος βγάζει τα σπίρτα απ' την τσέπη. Με τρεμάμενο χέρι ανάβει τρία μαζί...Απλώνεται στο χώμα ανακουφισμένος.

–Ρε Φοίβο, μου έκοψες τη χολή, να πάρει! Φωνάζει θυμωμένος.

Ο Φοίβος τον πλησιάζει σιωπηλός, σχεδόν μεταμελημένος. Ο Στέφανος τον αγκαλιάζει με δύναμη.

–Σ' ευχαριστώ που ήρθες...μόνο εσένα δεν περίμενα...αρχίζει να γελάει.

Ο Φοίβος είναι καλός ακροατής. Δεν διακόπτει, ακούει με προσοχή, χωρίς να κρίνει ή να κάνει κήρυγμα. Μετά από κάποια λεπτά σιωπής στην ήρεμη νύχτα, ο Στέφανος αποφασίζει να εξομολογηθεί τον βαθύ του πόνο στο φίλο του. Του αποκαλύπτει πόσο μειονεκτικά νιώθει απέναντι στους άλλους της παρέας. Το πόσο τους θαυμάζει και τους μισεί για τα ταλέντα τους. Το πόσο ήθελε κι αυτός να ενταχτεί στον «κύκλο των χαμένων ποιητών» που είχαν ιδρύσει κάποτε μ' αφορμή μια ομώνυμη ταινία. Να αποκτήσει επιτέλους κι αυτός μια αξία. Μα είναι ατάλαντος. Στα πάντα: Δεν είναι ούτε έξυπνος, ούτε ώριμος, ούτε αθλητικός, ούτε όμορφος, παντελώς άτεχνος και ιδιαίτερα βαρετός. Αρκετοί λόγοι για να μην τον υπολογίζει κανείς.

–Οι άνθρωποι δεν αγαπούν, ρε Φοίβο...Πρέπει να 'χεις κάτι να τους δώσεις γι' αντάλλαγμα. Κι εγώ, δεν έχω τίποτα...

Αγκαλιάζει τον Φοίβο κι αρχίζει να κλαίει γοερά. Δεν του 'χει απομείνει η παραμικρή άμυνα. Δεν έχει πια αυτήν την πολυτέλεια.

Ο Φοίβος, τόση ώρα, κοίταζε στο άπειρο χωρίς να λέει τίποτα. Μα φαίνεται να ξέρει το γιατί. Είναι η πιο δημιουργική σιωπή που έχει συναντήσει ποτέ ο Στέφανος. Δεν έκανε γλυκερές ωραιοποιήσεις, δεν προέβαλε ανεδαφική ελπίδα. Είναι αυτή η σιωπή που πείθει το Στέφανο ότι ο Φοίβος καταλαβαίνει, ή, έστω, προσπαθεί.

Αυτό ήταν. Ο χείμαρρος γίνεται ορμητικό ποτάμι κι ο Στέφανος αρχίζει να ξεχύνει την ψυχή του μπροστά στον αγαπημένο του φίλο. Εξομολογείται τα πάντα χωρίς περιστροφές: Το πόσο μισεί τον Αντώνη, το πώς θέλει να κάνει έρωτα με την ξαδέρφη του, το πόσο σιχαίνεται τον πατέρα του. Το πώς η «ευγένειά» του με τους άλλους δεν είναι παρά μια σιχαμερή υποκρισία, υπαγορευόμενη απ' την αξιολύπητη ανάγκη του να τον αποδεχτούν. Ναι: κι αυτός δεν αγαπάει κανέναν. Κι αυτός μισεί τους πάντες. Και τον Φοίβο ακόμη, απλώς τον έχει ανάγκη.

–Αγάπη... Μαλακίες! Κανείς δεν αγαπά κανέναν! του φωνάζει.

Ο Φοίβος, ατάραχος, τον κοιτάζει τώρα στα μάτια. Με πόνο, χωρίς ίχνος αποστροφής.

–Φύγε λοιπόν• τι θέλεις; του φωνάζει ο Στέφανος εξοργισμένος και σηκώνεται απειλητικά.

Ο Φοίβος σηκώνεται κι αυτός και κάνει τρία βήματα προς τα πίσω. Δεν καταλαβαίνει. Τον κοιτάζει αμήχανα. Αισθάνεται τον εκνευρισμό να εκπέμπεται απ' το σώμα του Στέφανου και να διαποτίζει το δικό του. Λίγες κρίσιμες στιγμές μεσολαβούν. Αιωρείται ανάμεσα στην οργή και την υποχώρηση. Ξαφνικά, ηρεμεί σαν να θυμήθηκε κάτι, αγνοεί το δίλημμα και πλησιάζει τον Στέφανο αποφασιστικά.

–Τι έπαθες; του λέει με το βλέμμα του.

Είναι η σειρά του Στέφανου να νιώσει αμήχανα. Κάθεται ηττημένος και πιάνει απαλά το μέτωπό του.

–Τι μου συμβαίνει; Μονολογεί.

Ο Φοίβος κάθεται δίπλα του. Είναι η πρώτη φορά που ο Στέφανος γίνεται αποδεκτός όπως ακριβώς είναι. Όλη του η ζωή ήταν ένας μαρτυρικός αγώνας ν' ανταποκριθεί σ' απαιτήσεις που του έθεταν. Ακόμη κι όταν περπατούσε αναρωτιόταν αν το 'κανε με χαρακτήρα. Αυτή η πρωτόγνωρη εμπειρία τον πλημμυρίζει με μια απερίγραπτη ελευθερία. Νιώθει δυνατός. Νιώθει πως μπορεί να γίνει καλύτερος. Να γίνει πιο ώριμος, πιο ευχάριστος, ακόμη και πιο έξυπνος, αρκεί να έχει έναν φίλο στο πλευρό του. Ακόμη κι αν όλ' αυτά είναι παροξυσμοί της στιγμής, δεν μπορεί, κάποια αλήθεια θα κρύβουν. Ή έστω, μπορεί τουλάχιστον να ελπίζει. Έστω αυτό, δεν μπορεί να του το αμφισβητήσει κανείς...

Πιάνει τον Φοίβο, τον κοιτάζει στα μάτια και τον ρωτάει με δέος κι ευγνωμοσύνη:

–Αγαπημένε μου φίλε. Ποιο είναι το μυστικό σου; Πώς μπορείς να μ' αγαπάς όπως κανένας άνθρωπος δεν μπορεί;

Ο Φοίβος μοιάζει να θέλει κάτι να πει. Μα δεν μπορεί. Γαυγίζει, κι αρχίζει να του γλύφει το πρόσωπο.

Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

Ο πόνος της γενοκτονίας


     Το ημερολόγιο έγραφε 24 Απριλίου του 2013. Δίπλα από το ημερολόγιο σχεδόν καταμεσής του δωματίου βρισκόταν ο ξύλινος παλαιός καναπές πάνω στον οποίο καθόταν παππούς και εγγονός – ο ένας νέος, ο άλλος γέρος.
     Τα ονόματά τους ήταν Βαχάγκν: ναι, είχαν το ίδιο όνομα, μια συνήθης αρμένικη πρακτική που σκοπό είχε να διασφαλίζει την επιβίωση των αρχαίων αυτών ονομάτων – Αναχιτ, Αστγικ, Βαχγκν, Μαρκαρ, Γκουργκεν… - ανά τους αιώνες. Ο νέος Βαχαγκν βρισκόταν στο άνθος της νιότης του στα 19, ενώ ο γέρος άγγιζε τα 90. Ήταν σαν το παλαιό και το νέο να είχαν αγκαλιάσει το ένα το άλλο την ημερομηνία αυτή. Γιατί πράγματι είχαν τις διαφορές τους, μάλωναν για πολλά. Φτάνανε ορισμένες φορές σε σημείο να μισούν ο ένας τον άλλον, μα αυτό ήταν λογικό. Ήταν από δύο διαφορετικούς κόσμους, ανεθρεμένοι υπό διαφορετικές συνθήκες, με ελάχιστα κοινά εκτός από αυτή την ημερομηνία. Παρ’ όλες τις διαφορές τους, λοιπόν, οι δυο αυτοί άνθρωποι από τους δύο διαφορετικούς κόσμους ενώνονταν υπό την αναγραφόμενη ημερομηνία του ημερολογίου: 24 Απριλίου.
     Σε τι διέφερε η ημερομηνία αυτή από όλες τις άλλες; Τι έχει η ημερομηνία αυτή θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς που δεν έχουν οι άλλες; Τι το εξαιρετικό, τι το διαφορετικό τι, τέλος πάντων, το σημαντικό;
     - Τον πόνο! απάντησε ο παππούς μου, τον πόνο ξανάπε και αναστέναξε με έναν τρόπο που αισθανόσουν ότι δεν ψευδόταν. Η ημέρα αυτή μικρέ μου Βαχαγκν, κρύβει τον πόνο εκατομμύριων ανθρώπων στη γη , ζωντανών και μη. Ο Πόνος της Γενοκτονίας, πρόσθεσε, ένας πόνος που σφράγισε στη μνήμη του έθνους μας, αιωνίως, το θρήνος και τη δυστυχία. Είναι ένας πόνος που λίγοι πλέον αισθάνονται πραγματικά (δεν θα αρνηθώ ότι σβήνει από τις ψυχές πολλών Αρμενίων) μα τόσο έντονος που μπορεί να κινεί ένα ολόκληρο έθνος σε ολόκληρη την υφήλιο. Ένας πόνος λοιπόν, συνέχισε να λέει, που ξυπνά εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως από το λήθαργο θυμίζοντάς τους σε τι κτηνωδίες μπορεί να υποπέσει η ανθρωπότητα όταν μπαίνει στη μέση η ποποποποπο, η πολιτική πήγε να προσθέσει, μα άρχισε να βήχει τόσο άσχημα που τρόμαξα για την υγεία του. Τον βοήθησα να πάει στο κρεβάτι του, του ετοίμασα ένα τσάι και κάθισα, τρομαγμένος δίπλα του.
     Σε λίγο, ωστόσο, προς έκπληξη δικιά μου, άρχισε να μιλάει με μεγάλη ευκολία και πάλι:
- Πήγαινε σπίτι σου, πήγαινε, είναι και τα γενέθλια της μάνας σου σήμερα, φύγε.
Δεν λογομάχησα μαζί του, ήξερα ότι έχει δίκιο και εξάλλου ο βήχας είχε χαλαρώσει.
     Εμφανίστηκα στο δρόμο Μ. και σταδιακά αισθανόμουν τις σκέψεις μου να βυθίζονται στην άβυσσο της ψυχής μου. Γιατί να μην είναι ίδια αυτή η μέρα με όλες τις άλλες, άρχισα να σκέπτομαι, και ένιωθα ταυτόχρονα πως κάποια ανώτερη δύναμη – όπως αυτή της τύχης – με αδικεί. Ας ήταν μια αδιάφορη καθημερινή ημέρα από αυτές που κάθεσαι σπίτι και πίνεις τσάι ή καφέ κοιτώντας τηλεόραση ή τουλάχιστον ονειροπολώντας, μα να μην ήταν αυτή που θα μου θύμιζε το θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων και πάνω από όλα συμπατριωτών μου, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν και συγγενείς μου. Παρά όμως τον πόνο που μου προκαλούσε η σκέψη αυτή, δεν ήταν εκείνη που με εξόργιζε. Η σκέψη η οποία με παρέσερνε στο μονόδρομο της οργής και του μίσους, ήταν το γεγονός ότι με ξεριζώσανε: ναι με ξερίζωσαν, ίσως όχι άμεσα, μα εμμέσως. Ήμουν αναγκασμένος να ζω ανάμεσα σε δύο κόσμους ο ένας αυτός της καταστροφής και ο άλλος αυτός της λησμονιάς. Δεν μου ήταν δυνατό να ξεπεράσω τα όρια των δύο αυτών κόσμων και κυρίως για αυτό μισούσα αυτή τη μέρα. Γιατί μου θύμιζε την αδυναμία μου αυτή. Το γεγονός ότι δεν γνώριζα ποια είναι η πατρίδα μου; Αυτό πού το πας; Να ονόμαζα πατρίδα μου τη χώρα που γεννήθηκα και έζησα ή τη χώρα από την οποία προέρχονταν οι πρόγονοί μου και σε τελική προέκταση και εγώ. Αχ αυτά τα διλήμματα… τα μισώ!
     Σταμάτησα απότομα. Ενώ σκεπτόμουν το μίσος και την οργή μου, ήμουν έτοιμος να δακρύσω, μα με ξάφνιασε το γεγονός ότι είχα φτάσει κιόλας μπροστά από το σπίτι μου. Πλησίασα, άνοιξα την πόρτα και έτρεξα στο δωμάτιό μου. Εκεί με περίμενε το γραφείο μου γεμάτο λευκά φύλλα, άλλα γραμμένα και άλλα μη. Δίπλα τους καθόταν ο αγαπημένος μου στυλός σχεδόν άδειος. Τον άρπαξα βιαστηκά, κάθισα στην καρέκλα μου έβαλα γρήγορα-γρήγορα ένα από τα καθαρά φύλλα μπροστά μου και ξεκίνησα να γράφω ένα ποίημα:


24 Απριλίου

Ανοίγω βιβλίο,
κοιτώ εικόνες,
διαβάζω λέξεις και … τρομάζω.

Δεν ανοίγω βιβλία συνηθισμένα,
μα καταραμένα,
βιβλία που έχουν γραφεί με αίμα.

Δεν κοιτώ εικόνες καθημερινές,
μα φρικιαστικές,
που τον νου τραντάζουν.

Δεν διαβάζω λέξεις απλές,
μα πονεμένες,
που τα δάκρυά μου τις αγκαλιάζουν.

______

Από μικρός έμαθα να σιωπώ,
τον πόνο αυτό βαθιά να κρατώ,
δεν έμαθα ποτέ που ανήκω,
δεν έμαθα ποτέ που θέλω να ανήκω.

Δεν γνώρισα ποτέ πατρίδα
δεν έζησα ποτέ σε πατρίδα,
γνώριζα, έζησα,
- μονάχα – καταστροφή!