Πόσο όμορφη και γλυκιά,
ήταν η θάλασσα κείνη τη βραδιά.
Η αμμουδιά χρυσαφένια,
κι σελήνη ασημένια
έλουζε με το χρώμα της
εσένα μ'εμένα.
Τα βλέμματα ασυγκράτητα,
επιθυμούσαν κάτι το παραπάνω,
το γνωρίζαμε κι δυο,
μα δεν ήταν γραφτό.
Η μοίρα δεν το'χε ορίσει.
Για μια στιγμή,
έκλεισα τα μάτια μου,
μιαν ευχή να κάνω:
"Ας μείνουμε οι δυο μας,
Ω Ουρανέ καταγάλανε και τρανέ!
Ο χρόνος να χαθεί σε παρακαλώ,
μπρος στο άγγιγμα που ποθώ!
Ω Ουρανέ παντοδύναμα μαγικέ!"
Άνοιξα τα μάτια μου,
κι όλα είχαν πλέον χαθεί,
η αμμουδιά είχε χρώμα καφετί,
κι σελήνη μου 'μοιαζε άχρωμα λευκή.
Κοίταξα γύρω μου,
το βλέμμα της λαχταρώντας,
κι έπαψα να ελπίζω.
Έπαψα να ονειρεύομαι,να λαχταρώ,
έπαψα να εύχομαι,να επιθυμώ.
Ο Έρωτας ο καταραμένος,
με τα βέλη του αγκαλιά,
είχε φτερουγίσει μακριά.
ήταν η θάλασσα κείνη τη βραδιά.
Η αμμουδιά χρυσαφένια,
κι σελήνη ασημένια
έλουζε με το χρώμα της
εσένα μ'εμένα.
Τα βλέμματα ασυγκράτητα,
επιθυμούσαν κάτι το παραπάνω,
το γνωρίζαμε κι δυο,
μα δεν ήταν γραφτό.
Η μοίρα δεν το'χε ορίσει.
Για μια στιγμή,
έκλεισα τα μάτια μου,
μιαν ευχή να κάνω:
"Ας μείνουμε οι δυο μας,
Ω Ουρανέ καταγάλανε και τρανέ!
Ο χρόνος να χαθεί σε παρακαλώ,
μπρος στο άγγιγμα που ποθώ!
Ω Ουρανέ παντοδύναμα μαγικέ!"
Άνοιξα τα μάτια μου,
κι όλα είχαν πλέον χαθεί,
η αμμουδιά είχε χρώμα καφετί,
κι σελήνη μου 'μοιαζε άχρωμα λευκή.
Κοίταξα γύρω μου,
το βλέμμα της λαχταρώντας,
κι έπαψα να ελπίζω.
Έπαψα να ονειρεύομαι,να λαχταρώ,
έπαψα να εύχομαι,να επιθυμώ.
Ο Έρωτας ο καταραμένος,
με τα βέλη του αγκαλιά,
είχε φτερουγίσει μακριά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου