Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

Η Κωμόπολη


Ζούσα σε μια μικρή πόλη, κωμόπολη θα την έλεγε κανείς. Η πόλη αυτή ήταν δίπλα από μια πανέμορφη γαλαζοπράσινη λίμνη με τα πιο μοναδικά ψάρια. Τα βράδια η λίμνη έμοιαζε με παγωμένο καθρέπτη που έμενε πάντοτε ακίνητος και τα παρατηρούσε όλα.
     Κάτω από τη ματιά του καθρέπτη αυτού, εργαζόταν ο πατέρας μου Αλμπερτ, ως ψαράς. Ο ίδιος ήταν απλός χαρακτήρας, λαϊκός και οξύθυμος. Είχε αρχές και ήταν μεγαλομένος με την ιδέα του σεβασμού του θεσμού της οικογένειας. Ήταν ευαίσθητος απέναντι στα ζώα και αγαπούσε πάρα πολύ τη φύση. Νέος ήθελε να ασχοληθεί με τη γεωργία, την κτηνοτροφία ή με οποιαδήποτε δουλειά θα του επέτρεπε να υπηρετεί τα ζώα και τη φύση. Τελικά όμως λόγω περίπλοκων περιστάσεων ακολούθησε τη δουλειά του πατέρα του. Έγινε ένας μικρός ψαροκυνηγός πάνω στη γαλάζια μας λίμνη.
     Η δουλειά του δεν μου άρεσε και ο ίδιος χαιρόταν για αυτό, συνήθιζε να μου λέει: «Λουκίε παιδί μου, δεν θέλω να κοπιάζεις όσο εγώ για ένα κομμάτι ψωμί, για αυτό μορφώσου». Ήταν τόσο όμορφα τα λόγια του. Έτσι πίστευα ότι η μόρφωση έχει σχέση με την καλή δουλειά. Μεγάλη απάτη. Παρ’ όλα αυτά δεν αγχωνόμουν ήμουν καλός μαθητής με λιγοστό κόπο. Τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια.
     Η πόλη μας είχε ένα σχολείο που διαρκούσε 11 χρόνια. Ξεκινούσαμε από την ηλικία των 6 και φτάναμε στα 17. Μέχρι το 5ο σχολικό έτος λοιπόν, με λιγοστό κόπο ήμουν από τους καλύτερους μαθητές. Ύστερα όμως, θα έλεγε κανείς, πως έχασα τον εαυτό μου. Η σταθερή μου, μέχρι τότε προσωπικότητα, κλονίσθηκε, και τη θέση της πήρε μια συνεχής αστάθεια και μεταβολή του τρόπου σκέψης και αντίληψής μου.
     Βασικό αίτιο ίσως υπήρξε ένας παιδικός μου έρωτας.
     Ήμουν 7. Το σχολείο το είχα πρωταρχίσει, τα πράγματα για μένα ήταν δύσκολα, αδυνατούσα να προετοιμαστώ και διέφερα από όλους. Τα χρόνια αυτά κάτι φώτισε τις δυσκολίες μου και τις έκανε να μοιάζουν με μικρά χαλίκια από βουνό που ήταν πριν. Ήταν μια ξανθιά κοπελίτσα, της οποίας το όνομα δίχως αιτία το αγνοώ. Είχε μέτριο ανάστημα, γλυκό πρόσωπο, όμορφο σώμα και υπέροχα μαλλιά. Τα μαλλιά της ήταν μοναδικά ίσια και ξανθά, μου θύμιζαν την γαλήνη της λίμνης μας. Το πιο όμορφο όμως πάνω της ήταν τα μάτια της. Όποιος κι αν κοίταζε το πρόσωπό της για πρώτη φορά σαγηνευόταν από αυτά, και σίγουρα δεν τα ξεχνούσε ποτέ. Ήταν πανέμορφα, ήταν πράσινα και μου επέτρεπαν να βλέπω μέσα σε αυτά εμένα, λουσμένο στο ανοιχτό πράσινο του βλέμματός της. Ακόμη τα θυμάμαι.
     Παρ’ όλα τα αγνά μου παιδικά συναισθήματα, που πιστεύει κανείς ότι θα γοήτευαν κάθε κοπέλα, η πραγματικότητα ήταν πιο σκληρή. Της είχα αποκαλύψει δύο φορές τα συναισθήματα αυτά, μα για εκείνη εγώ ήμουν ένας ακόμη θαυμαστής, και δεν της άρεσαν οι θαυμαστές της.
     Παρά ταύτα η εμπειρία αυτή έληξε με μια νέα γνωριμία. Ο ανολοκλήρωτος και αθώος αυτός παιδικός έρωτας, ξύπνησε μέσα μου μια μιαν ανάγκη για προστασία και ψυχική γαλήνη. Μέσα από την ανάγκη αυτή γνώρισα την ποίηση. Τον παιδικό μου, λοιπόν, αυτό ερωτικό πόνο τον σφράγισα σε ένα ποίημα μου σε ηλικία 12 ετών.
Το νόημα της Αγάπης.
Σαν ήρθες εσύ στη ζωή μου,
μ’ άλλαξες κι έβαλες νόημα στην καρδιά μου.
Δίχως εσένα και την αγάπη σου,
δεν έχω νόημα, κι ούτε να ζω μπορώ.

Σαν σε είδα για πρώτη φορά,
ένιωσα μιαν έλξη,
μια μεταφορά.
Μεταφέρθηκα σ’ έναν κόσμο άλλον,
σ’ έναν κόσμο που δεν είχα ξαναδεί,
ούτε νιώσει.
Ήταν ένας κόσμος δίχως κακία και πολέμους,
ήταν ο κόσμος της αγάπης μου για σένα!

Σαν ξαναεπέστρεψα σ’ εσένα,
ένιωσα έναν άγγελο να μου μιλά.
Ήσουν Εσύ.
Ήσουν Εσύ και πάντα θα είσαι Εσύ!

     Ήμουν παιδί, ήμουν 12 και μόλις είχα αρχίσει ένα ερωτικό παιγνίδι με την Ποίηση που μου ήταν εντελώς πρωτόγνωρο.
     Ύστερα από αυτή μου την εμπειρία πολλά άρχισαν να αλλάζουν στην ζωή, τόσο τη δική μου όσο και των συμπολιτών μου.
     Η κωμόπολή μας ήταν αποκομμένη από κάθε τι σύγχρονο. Μακριά από τηλεοράσεις, πετρέλαια, τεχνολογίες ακόμη και από τον ηλεκτρισμό. Για να ψυχαγωγηθούμε οργανώνουμε ορισμένες φορές γιορτές και γύρω από τη λίμνη ψήναμε κρέατα, ψάρια, λαχανικά, οι μεγάλοι πίνανε και εμείς ως παιδιά παίζαμε. Τι ωραία που ήταν τότε. Πόσο απλά, πόσο χαρούμενα, πόσο λιτά μα παράλληλα και μοναδικά. Όλα αυτά ξαφνικά άρχισαν να ξεθωριάζουν στο νου και στη μνήμη μου.
     Αυτή τη φορά δεν έφταιγε κάποιος έρωτας, μα η εκστρατεία της σύγχρονης τεχνολογίας.
     Η λίμνη μας ήταν τόσο όμορφη, που προσέλκυε συνεχώς επισκέπτες. Οι επισκέπτες αυτοί
δεν ήταν μαθημένοι στους δικούς μας ρυθμούς ζωής και έτσι το «σύστημα» της πόλης μας άρχισε να προσαρμόζεται στους δικούς τους ρυθμούς.
     Σύγχρονες οικιακές και πολυόροφες δομές, οι λεγόμενες πολυκατοικίες άρχισαν να ξεφυτρώνουν σε κάθε γωνία, άλλες ως ξενοδοχεία, άλλες ως κατοικίες των πλουσίων που επιθυμούσαν εξοχικό στην περιοχή μας.
     Ο ηλεκτρισμός έγινε ξαφνικά αδιάσπαστο κομμάτι της ζωής μας, δίχως αυτό να μας παραξενεύει. Κεραίες, καλώδια, κολώνες πολλαπλασιάζονταν μέρα με τη μέρα και αντικαθιστούσαν τα ψηλά και πανέμορφά μας δέντρα.
     Κάπως έτσι, λοιπόν, «αρρώστησε» και ο πατέρας μου από τη νέα επιδημία που έφθανε από την πόλη. Μπλέχτηκε με ορισμένες τράπεζες, έβαλε σε υποθήκη το ψαράδικο πλοιάριό του και αγόρασε μια σύγχρονη τηλεόραση, δύο ψυγεία και ένα πλυντήριο. Τι τα θέλαμε δύο ψυγεία δεν είχα καταλάβει, φαίνεται τόσο τον είχαν γοητεύσει που ήθελε και δεύτερο να το καμαρώνει.
     Η μητέρα μου, Ιζαμπέλλα την λέγανε, δεν άργησε να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Ήταν έξυπνη μα περίπλοκη. Η ζωή της για αρκετά χρόνια ήταν γεμάτη μυστήριο στα μάτια μου. Ήξερα κάποια βασικά πράγματα από την ίδια μα ποτέ παραπάνω. Είχε έρθει από τις μακρινές μεγαλουπόλεις στην ηλικία των 14. Είχε χάσει και τους δυο γονείς της και αυτή μαζί με τα δυο της αδέρφια είχαν μετακομίσει στην κωμόπολή μας κοντά στον παππού και στην γιαγιά τους. Η ίδια δεν συμβιβάστηκε ποτέ με τους κανόνες της κοινότητας και ήταν γνωστή ως η «γλωσσού» καθώς ποτέ δεν σταμάταγε να αντιμιλάει. Ωστόσο άριστη μαθήτρια, πέρασε με υποτροφία σε πανεπιστήμιο της Πόλης. Παρ’ όλα αυτά νωρίς γνώρισε τον πατέρα μου και τον ερωτεύτηκε. Έμεινε έγκυος, τα παράτησε όλα και αφιερώθηκε στην οικογένεια. Αγαπιούνταν πολύ με τον πατέρα μου, φαινόταν. Πέντε χρόνια μετά από μένα απέκτησαν την μικρή μου αδερφούλα, τη Μαρκέλλα, μια μικρή ταραχοποιό. Όσο ήταν μικρή έκανε τα πάντα για να μας καθηλώνει. Είχε μια έμφυτη περιέργεια, έτρωγε ζωύφια, έπαιζε με μαχαίρια και έσπαγε τα πάντα. Όλα αυτά στην ηλικία των 2 ετών. Μαλώναμε συχνά. Κάθε τι μικρό ήταν αίτιο για τους παιδικούς μας πολέμους, ένα αυτοκίνητο, μια κούκλα, ένα πιόνι στο σκάκι ήταν συνηθισμένες αφορμές «πολέμου». Η μικρή μου Μαρκέλλα, όμως ήταν και αυτή καλλιτέχνης. Ζωγράφος. Δεν σχεδίαζε όμορφα, μα προσάρμοζε τα χρώματα τόσο ωραία που νόμιζες ότι ο ουρανός κι θάλασσα μαζί με τα δέντρα χορεύανε γύρω από μια φωτιά.
     Ποια δέντρα όμως; Ποιος ουρανός; Σταδιακά όλη η φύση της περιοχής άρχισε να θυσιάζεται για πιο πολλές κεραίες, κολώνες και κατοικίες. Αν ήθελα να σχεδιάσω κάπως την κατάσταση θα παρομοίαζα κυρίως τις πολυκατοικίες με μανικά δεντροφάγα τέρατα.
      Τα φοβόμουν αυτά, μα τα συνήθιζα σιγά σιγά-σιγά.
     Ειδικά όμως ο πατέρας μου τα είχε αγαπήσει. Πολλές φορές νόμιζα πως για την τηλεόραση θα έδινε κ
αι τη ζωή του. Όποτε ο πατέρας μου καθόταν μπροστά από αυτήν, φάνταζες ότι το δωμάτιο μεταβαλλόταν σε κέντρο ελέγχου ενός στρατοπέδου. Ο στρατηγός Άλμπερτ διέταζε «Λουκίε, νερό έτρεχα να του το φέρω και με περίμεναν νέες διαταγές με νέες συντεταγμένες οι οποίες αφορούσαν και την μητέρα και την αδερφή μου. Μπρος στην τηλεόραση ο πατέρας μου ήταν «ανάπηρος».
     Και εγώ όμως, δεν έμοιαζα να διαφέρω πολύ. Η τηλεόραση με είχε καθηλώσει. Αυτό το παιχνίδι εικόνας και ήχου μου θύμιζε πολύ τη ζωή. Μια ζωή που ποτέ δεν είχα χαρεί όσο φανταζόμουν. Ήμουν γεμάτος απωθημένα, τα οποία τα εκπλήρωνα με το να με ταυτίζω με ηθοποιούς ταινιών. Την μια μέρα ήμουν ναύαρχος, την άλλη στρατιώτης, την επόμενη τραγουδιστής. Πόσο ψεύτικη ζωή.
     Η επιδημία της πόλεως πάντως συνεχιζόταν και είχε πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις, όλοι είχαν αρχίσει να μεταμφιέζονται σε αστούς. Τα χρήματα άρχισαν να γίνονται το βασικότερο αγαθό, πιο ακριβό και από αυτά που σου παρείχαν. Τι ήταν; Ένα κομμάτι σιδήρου ή χαρτιού επεξεργασμένα με τον ίδιο τρόπο. Τι το σημαντικό είχαν ώστε να αξίζουν περισσότερο από κάθε τι;
     Η απληστία μεγάλωνε και η διαφθορά ήταν φανερή. Δεν ήμασταν πλέον μια κωμόπολη. Φοβόμουν. Φοβόμουν μήπως όλα χαθούν όπως άρχισαν. Μα έλα που δεν ήταν τόσο απλά τα πράγματα.
     Τελικά είχα δίκιο που φοβόμουν. Άρχισε μια οικονομική κρίση που έπληττε τη μια πόλη μετά την άλλη. Η κωμόπολή μας δεν αποτέλεσε εξαίρεση του κανόνα. Η οικονομία της βυθίστηκε.
     Όλοι μα όλοι άρχισαν να χρωστούν στις τράπεζες και οι τράπεζες άρχισαν να πλουταίνουν.
     Κάποιοι άνθρωποι πέθαιναν της πείνας, ενώ οι τράπεζες επεκτείνονταν και πλούτιζαν.
     Κι εμείς δεν γλιτώσαμε από την πείνα. Ο πατέρας μου έχασε το πλοίο του και δεν μπορούσε να ψαρεύει. Τα χρέη του πλήθαιναν και χρώσταγε σε παροχές νερού, ηλεκτρισμού και διάφορες άλλες υπηρεσίες. Αρχίσαμε να κρυβόμαστε. Όποτε έρχονταν για να μας κόψουν το νερό ή το ρεύμα εμείς «λείπαμε». Η κατάσταση περιπλεκόταν και εγώ γινόμουν 17. Θα τελείωνα το σχολείο σε λίγο καιρό και φοβόμουν. Φοβόμουν κάθε μέρα και περισσότερο.
     Ήταν Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου. Ο καιρός μουντός και σκοτεινός. Τα σύννεφα είχαν καλύψει τον ήλιο και εκείνος δεν μπορούσε να τα διαπεράσει.
     Τη μουντή, μελαγχολική ατμόσφαιρα της ημέρας, φώτιζε ένα όνειρο που έβλεπα.
     Στο συνειδητό μου είχε επιστρέψει εκείνη την ημέρα η παιδική ερωτική μορφή. Η ξανθιά γλυκιά κοπελίτσα είχε αποφασίσει να με επισκεφθεί. Την είδα λοιπόν να χτυπά το κουδούνι του σπιτιού. Σηκώθηκα και αναστατώθηκα. Τι ήθελε πάλι; Για ποιο λόγο είχε επιστρέψει;
     Με διαπέρασε μια απαισιόδοξη στάση, μα και πάλι υπερνίκησε η περιέργεια. Μου είχε λείψει. Πίστευα ότι θα εκπληρωνόταν η ευχή μου, ότι επέστρεψε μετανιωμένη για να πέσει στην αγκαλιά μου. Με τις ελπίδες αυτές να πνίγουν την καρδιά μου και με το στήθος μου να πιέζεται έντονα οδηγώντας με σε μια ασφυξία, έτρεξα ανυπόμονα να της ανοίξω.
     Έφτασα αρκετά γρήγορα, κοίταξα από το ματάκι και είχε ακριβώς τη στάση που περίμενα. Αγχωμένη, με σταυρωτά τα χέρια λες και είχε έρθει για κάτι πολύ σοβαρό. Χάρηκα! Ξανάκουσα το κουδούνι, πήγα ν’ ανοίξω και εκείνη τη διαολεμένη στιγμή, ξύπνησα.
     Η απογοήτευσή μου δεν είχε όρια. Το περίεργο ήταν ότι χτύπαγε πραγματικά το κουδούνι. Για μια στιγμή γέμισα και πάλι ελπίδες. Με την ίδια ονειρική διάθεση πήγα ν’ ανοίξω, πιστεύοντας πως θα δω την ξανθή μου οπτασία. Ωστόσο πίσω από την πόρτα με περίμενε ένας μαυρομάλλης αρρενωπός και γοριλοειδής άνθρωπος!
     - Ναι γεια σας, από την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος είμαι και θα ήθελα να δω το ρολόι σας.
     Ωχ όχι θεέ μου, τι είχα κάνει. Είχα κάνει το λάθος και είχα ανοίξει την πόρτα σε ενάμιση χρόνο χρέους.
     - Εμ, ρολόι; Δε ξέρω που είναι και είμαι και μόνος μου, μήπως μπορείτε να περάσετε αργό…
     Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω και εισέβαλε μέσα. Κοίταξε δεξιά τίποτα, αριστερά το ίδιο, με έσπρωξε λιγάκι και το βρήκε. Ήταν πίσω μου.
     Η συνέχεια ήταν δεδομένη: «Το ρολόι είναι για κλείσιμο», δυο τρεις κινήσεις και το ρεύμα είχε χαθεί.
     Ήμουν μόνος, μες το σκοτάδι, τα πράγματα μου έμοιαζαν πολύ όπως ήταν πριν έξι χρόνια, μα δεν ήταν.
     Όταν γύρισαν οι γονείς μου πανικοβλήθηκαν. «Τι έκανες;», «Πώς έκανες κάτι τέτοιο, είσαι ηλίθιος;» φώναξε η μητέρα μου. «Ζώο είσαι, ζώο» ακούστηκε και ο πατέρας μου «Ηλίθιος, ηλίθιος δεν μπορεί να είναι γιος μου» έκλεισε τελικά.
     Τους καταλάβαινα, βρισκόμασταν σε μια τρύπια βάρκα και δεν ήξεραν ποια τρύπα να πρωτοκλείσουν. Ταλαντευόμασταν πάνω στην άγρια θάλασσα δίχως στεριά, πώς να μην αναστατώνονταν;
    
     Ωστόσο οι προσβολές τους έμοιαζαν να με πονάνε. Κάθε τους λέξη μου βάραινε όλο και περισσότερο τη συνείδηση.
     Συνέχισαν να με βομβαρδίζουν για πολλή ώρα με τα λόγια τους. Κάθε πρόταση τους ήταν ένα χτύπημα στο στήθος για μένα. Μα τα δεχόμουν υπομονετικά. Φοβόμουν να αντιδράσω, φοβόμουν για την υγεία τους.
     Έφυγα και κλείσθηκα στο δωμάτιό μου!
     Τα μάτια μου ξέσπασαν σε κλάματα από μόνα τους. Δεν μπορούσα να τα ελέγξω. Τα δάκρυά είχαν πλημμυρίσει το πρόσωπό μου. Ξάπλωσα να ηρεμήσω.
     Λίγο αργότερα άκουσα πάλι να φωνάζουν από την κουζίνα «Είναι καθυστερημένος δεν υπάρχει άλλη εξήγηση». Την στιγμή εκείνη ένιωσα ότι είχε πέσει η τελευταία σταγόνα και ότι το ποτήρι είχε πλέον ξεχειλίσει.
      Βγήκα βιαστικά και πήγα στην κουζίνα. Καθόταν ο πατέρας μου και με κοίταζε επίμονα. «Τι κοιτάς; Είσαι ικανοποιημένος;». Εξοργίστηκα! Δεν σκεπτόμουν πια, η καρδιά μου νόμιζα ότι θα εκραγεί. Τυφλομένος από την οργή πήρα ένα μαχαίρι από δίπλα και το πέταξα καταπάνω του. Τον πέτυχε στο κούτελο και καρφώθηκε. ΌΧΙ! Τι είχα κάνει; Πήγα δίπλα του σιωπηλά και του μίλαγα «Μπαμπά, μίλα μου, συγγνώμη» , άρχισα να κλαίω με όλη μου τη δύναμη μήπως με ακούσει.
     Τράβηξα το μαχαίρι και μπήκε η μητέρα μου. Άρχισε να ουρλιάζει: «Τι έκανες τέρας», θόλωσα , τρόμαξα, τρελάθηκα, μαχαίρωσα κι εκείνη στην κοιλιά. Τι είχα κάνει;
     Μέσα σε μια στιγμή είχα καταστρέψει όλη μου τη ζωή. Οι σκέψεις περνούσαν αστραπιαία από το κεφάλι μου σαν να το τρυπούσαν. Η καρδιά μου με πονούσε, χτύπαγε πολύ έντονα, σαν να ήθελε να τιναχτεί ή να βγει από τη θέση της. Πήρα το μαχαίρι και το διαπέρασα αργά- αργά μέσα από αυτήν. Όλα θα τελείωναν.
     Εκείνη τη στιγμή όμως ένιωσα ένα τσίμπημα στην πλάτη μου και ξαφνικά, ευτυχώς, άνοιξα τα μάτια μου. Ήταν η αδερφή μου η Μαρκέλλα και μου τσίμπαγε την πλάτη για να ξυπνήσω. Δόξα το θεό! Έβαλα τα κλάματα και έτρεξα έξω. Πήγα προς τη λίμνη και ηρέμησα.
     Ένα όνειρο ήταν, σκέφτηκα. «Δόξα το θεό». Μα δεν ήξερα, αυτή τη φορά ήταν όνειρο, την επόμενη; Εκεί πια με είχε φτάσει η καταραμένη η κρίση. Η διαολεμένη κρίση της ηθικής, της ανθρωπιάς και του πολιτισμού. Η σιχαμένη σύγχρονη τεχνολογία με τις κεραίες της, τις τηλεοράσεις της και τα τερατουργήματα της, που αν και δημιουργήθηκαν από λαμπρούς ανθρώπους με καλούς σκοπούς, τελικά καταχράστηκαν από σαθρούς ανθρώπους για κακούς σκοπούς.
     Αγνάντευα τη λίμνη και απορούσα. Λέτε να καταλάβαινε τι γίνεται έξω από αυτήν; Να ‘ξερε άραγε;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου